αἱματουργός: Difference between revisions
From LSJ
αὐτῇ τῇ ψυχῇ αὐτὴν τὴν ψυχὴν θεωροῦντα ἐξαίφνης ἀποθανόντος ἑκάστου → beholding with very soul the very soul of each immediately upon his death
(6_17) |
(big3_2) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''αἱματουργός''': -όν, ὁ [[πρόξενος]] αἱματοχυσίας, Πορφ. παρ’ Εὐσεβίῳ ΙΙΙ 204D. | |lstext='''αἱματουργός''': -όν, ὁ [[πρόξενος]] αἱματοχυσίας, Πορφ. παρ’ Εὐσεβίῳ ΙΙΙ 204D. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=(αἱμᾰτουργός) -ή, -όν<br />[[que produce sangre]], [[asesino]] Ἄρεως [[δύναμις]] Porph. en Eus.<i>PE</i> 3.11.39. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:09, 21 August 2017
English (LSJ)
ή, ον,
A murderous, Ἄρεος δύναμις Porph. ap. Eus.PE3.11.
Greek (Liddell-Scott)
αἱματουργός: -όν, ὁ πρόξενος αἱματοχυσίας, Πορφ. παρ’ Εὐσεβίῳ ΙΙΙ 204D.
Spanish (DGE)
(αἱμᾰτουργός) -ή, -όν
que produce sangre, asesino Ἄρεως δύναμις Porph. en Eus.PE 3.11.39.