ἀμφιτάπης: Difference between revisions

From LSJ

Λάλει τὰ μέτρια, μὴ λάλει δ', ἃ μή σε δεῖModestus sermo, et qualis deceat, sit tuus → Sprich maßvoll, spricht nicht aus, was unanständig ist

Menander, Monostichoi, 328
(6_3)
(big3_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀμφιτάπης''': [ᾰ], ητος, ὁ, [[ὕφασμα]] ἢ [[τάπης]] [[ἀμφοτέρωθεν]] [[χνοώδης]], [[ἀμφίμαλλος]], Ἄλεξις ἐν «Ἰάσιδι» 1, Δίφιλ. ἐν «Κιθαρῳδῷ» 1· ἀλλ’ εὕρηται καὶ ἀμφιτάπητες ψιλαὶ Ἐπιγρ. Τηία ἐν Συλλ. Ἐπιγρ. 3071: - [[οὕτως]], ἀμφίταπις, ιδος, ἡ, Αἴλ. Διον. παρ’ Εὐσταθ. 746. 39· καί ἀμφίταπος, ὁ, Ἑβδ. (Παρ. Ζ΄, 13), Καλλίξ. παρ’ Ἀθην. 197Β, - ἐν οἷς χωρίοις γίνεται [[λόγος]] περὶ πολυτελῶν Αἰγυπτίων ταπήτων.
|lstext='''ἀμφιτάπης''': [ᾰ], ητος, ὁ, [[ὕφασμα]] ἢ [[τάπης]] [[ἀμφοτέρωθεν]] [[χνοώδης]], [[ἀμφίμαλλος]], Ἄλεξις ἐν «Ἰάσιδι» 1, Δίφιλ. ἐν «Κιθαρῳδῷ» 1· ἀλλ’ εὕρηται καὶ ἀμφιτάπητες ψιλαὶ Ἐπιγρ. Τηία ἐν Συλλ. Ἐπιγρ. 3071: - [[οὕτως]], ἀμφίταπις, ιδος, ἡ, Αἴλ. Διον. παρ’ Εὐσταθ. 746. 39· καί ἀμφίταπος, ὁ, Ἑβδ. (Παρ. Ζ΄, 13), Καλλίξ. παρ’ Ἀθην. 197Β, - ἐν οἷς χωρίοις γίνεται [[λόγος]] περὶ πολυτελῶν Αἰγυπτίων ταπήτων.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ητος, ὁ<br /><br /><b class="num">• Prosodia:</b> [-ᾰ-]<br />[[tapiz que lleva dibujos por las dos caras]], [[reversible]] Alex.93, Diph.51, Ael.Dion.α 112, Ammon.<i>Diff</i>.461, Poll.10.53, <i>CIG</i> 3071 (Teos), Hsch.
}}
}}

Revision as of 12:12, 21 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀμφιτάπης Medium diacritics: ἀμφιτάπης Low diacritics: αμφιτάπης Capitals: ΑΜΦΙΤΑΠΗΣ
Transliteration A: amphitápēs Transliteration B: amphitapēs Transliteration C: amfitapis Beta Code: a)mfita/phs

English (LSJ)

[ᾰ], ητος, ὁ,

   A rug or carpet with pile on both sides, Alex. 93, Diph.51; but also ἀμφιτάπητες ψιλαί CIG3071 (Teos):—also ἀμφίταπις, ιδος, ἡ, Ael.Dion.Fr.304, Lyconap.D.L.5.72; and ἀμφίταπος, ὁ, PEdgar29.4 (iii B. C.), LXX Pr.7.16, Callix.2.

German (Pape)

[Seite 144] ητος, ὁ, Alexis B. A. 83 u. Diphil. Poll. 10, 38, u. ἀμφίταπις, ιδος, ἡ, eine auf beiden Seiten wollige Decke, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμφιτάπης: [ᾰ], ητος, ὁ, ὕφασματάπης ἀμφοτέρωθεν χνοώδης, ἀμφίμαλλος, Ἄλεξις ἐν «Ἰάσιδι» 1, Δίφιλ. ἐν «Κιθαρῳδῷ» 1· ἀλλ’ εὕρηται καὶ ἀμφιτάπητες ψιλαὶ Ἐπιγρ. Τηία ἐν Συλλ. Ἐπιγρ. 3071: - οὕτως, ἀμφίταπις, ιδος, ἡ, Αἴλ. Διον. παρ’ Εὐσταθ. 746. 39· καί ἀμφίταπος, ὁ, Ἑβδ. (Παρ. Ζ΄, 13), Καλλίξ. παρ’ Ἀθην. 197Β, - ἐν οἷς χωρίοις γίνεται λόγος περὶ πολυτελῶν Αἰγυπτίων ταπήτων.

Spanish (DGE)

-ητος, ὁ

• Prosodia: [-ᾰ-]
tapiz que lleva dibujos por las dos caras, reversible Alex.93, Diph.51, Ael.Dion.α 112, Ammon.Diff.461, Poll.10.53, CIG 3071 (Teos), Hsch.