ἀναυξής: Difference between revisions

From LSJ

οὐ καταισχυνῶ τὰ ὅπλα τὰ ἱερά → I will never bring reproach upon my hallowed arms

Source
(6_7)
(big3_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀναυξής''': -ές, ([[αὔξω]]) ὁ μὴ [[κατάλληλος]] πρὸς αὔξησιν, ὁ κωλύων τὴν αὔξησιν, [[τόπος]]… ἀναυξὴς Θεοφρ. Αἰτ. Φ. 2. 3, 3. ΙΙ. ἀμετάβ., ὁ μὴ αὐξανόμενος, ὁ μὴ «μεγαλώνων», Ἱππ. π. Ἄρθρ. 821, καὶ ἀλλ., καὶ ἔστιν αὕτη ἡ [[ἀφύη]] ἀναυξὴς καὶ [[ἄγονος]] Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 6. 15, 4: ― ἄφθαρτον καὶ ἀναυξὲς Ἀριστ. π. Οὐρ 270a. 13. ― «[[ἱππάριον]] ἀναυξὲς» Ἡσύχ. ἐν λέξ. ἰννός
|lstext='''ἀναυξής''': -ές, ([[αὔξω]]) ὁ μὴ [[κατάλληλος]] πρὸς αὔξησιν, ὁ κωλύων τὴν αὔξησιν, [[τόπος]]… ἀναυξὴς Θεοφρ. Αἰτ. Φ. 2. 3, 3. ΙΙ. ἀμετάβ., ὁ μὴ αὐξανόμενος, ὁ μὴ «μεγαλώνων», Ἱππ. π. Ἄρθρ. 821, καὶ ἀλλ., καὶ ἔστιν αὕτη ἡ [[ἀφύη]] ἀναυξὴς καὶ [[ἄγονος]] Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 6. 15, 4: ― ἄφθαρτον καὶ ἀναυξὲς Ἀριστ. π. Οὐρ 270a. 13. ― «[[ἱππάριον]] ἀναυξὲς» Ἡσύχ. ἐν λέξ. ἰννός
}}
{{DGE
|dgtxt=-ές<br />[[que no aumenta]], [[que no crece]] ὀστέα Hp.<i>Art</i>.53, cf. <i>Mochl</i>.24, ἕλκεα Hp.<i>Dent</i>.27, de animales, Arist.<i>HA</i> 569<sup>a</sup>30, κῶλα D.Chr.47.15, de plantas, Thphr.<i>CP</i> 4.6.3, Plu.2.912a, de un cuerpo celeste c. movimiento circular, Arist.<i>Cael</i>.270<sup>a</sup>13.
}}
}}

Revision as of 12:13, 21 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀναυξής Medium diacritics: ἀναυξής Low diacritics: αναυξής Capitals: ΑΝΑΥΞΗΣ
Transliteration A: anauxḗs Transliteration B: anauxēs Transliteration C: anafksis Beta Code: a)nauch/s

English (LSJ)

ές,

   A not increasing, Thphr.CP4.6.3.    II intr., not waxing or growing, Hp.Art.53, Mochl.24,al., Arist.HA569a30, Cael.270a13.

German (Pape)

[Seite 212] ές (αὔξω), nicht vermehrend, Theophr.; nicht gedeihlich, Plut. Syll. 20; – nicht wachsend, Arist. H. A. 6, 15.

Greek (Liddell-Scott)

ἀναυξής: -ές, (αὔξω) ὁ μὴ κατάλληλος πρὸς αὔξησιν, ὁ κωλύων τὴν αὔξησιν, τόπος… ἀναυξὴς Θεοφρ. Αἰτ. Φ. 2. 3, 3. ΙΙ. ἀμετάβ., ὁ μὴ αὐξανόμενος, ὁ μὴ «μεγαλώνων», Ἱππ. π. Ἄρθρ. 821, καὶ ἀλλ., καὶ ἔστιν αὕτη ἡ ἀφύη ἀναυξὴς καὶ ἄγονος Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 6. 15, 4: ― ἄφθαρτον καὶ ἀναυξὲς Ἀριστ. π. Οὐρ 270a. 13. ― «ἱππάριον ἀναυξὲς» Ἡσύχ. ἐν λέξ. ἰννός

Spanish (DGE)

-ές
que no aumenta, que no crece ὀστέα Hp.Art.53, cf. Mochl.24, ἕλκεα Hp.Dent.27, de animales, Arist.HA 569a30, κῶλα D.Chr.47.15, de plantas, Thphr.CP 4.6.3, Plu.2.912a, de un cuerpo celeste c. movimiento circular, Arist.Cael.270a13.