ἀνεκτικός: Difference between revisions
From LSJ
Κύριε, βοήθησον τὸν δοῦλον σου Νῖλον κτλ. → Lord, help your slave Nilos ... (mosaic inscription from 4th-cent. church in the Negev)
(6_10) |
(big3_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀνεκτικός''': -ή, -όν, (ἀνέχομαι) ὁ ἀνεχόμενος, ὁ ὑπομονητικός, Μ. Ἀντων. 1. 9· τινὸς Ἀρρ. Ἐπίκτ. 2. 22, 36. - Ἐπίρρ. -κῶς Ἱεροκλ. Πυθ. σ. 145. | |lstext='''ἀνεκτικός''': -ή, -όν, (ἀνέχομαι) ὁ ἀνεχόμενος, ὁ ὑπομονητικός, Μ. Ἀντων. 1. 9· τινὸς Ἀρρ. Ἐπίκτ. 2. 22, 36. - Ἐπίρρ. -κῶς Ἱεροκλ. Πυθ. σ. 145. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ή, -όν<br /><b class="num">1</b> [[sufrido]], [[paciente]] c. gen. obj. τῶν ἰδιωτῶν M.Ant.1.9, τοῦ δ' ἀνομοίου ἀ. y sufrido con quien no es su igual</i> Arr.<i>Epict</i>.2.22.36, [[διδαχή]] Euthal.<i>Epp.Paul</i>.M.85.768C.<br /><b class="num">2</b> adv. -ῶς [[pacientemente]] ἀκροᾶσθαι Hierocl.<i>in CA</i> 12.6. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:13, 21 August 2017
English (LSJ)
ή, όν, (ἀνέχομαι)
A enduring, patient, τῶν ἰδιωτῶν M.Ant. 1.9; τινός Arr.Epict.2.22.36. Adv. -κῶς Hierocl.inCA12p.447M.
German (Pape)
[Seite 221] duldsam, geduldig, M. Anton. 1, 9.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνεκτικός: -ή, -όν, (ἀνέχομαι) ὁ ἀνεχόμενος, ὁ ὑπομονητικός, Μ. Ἀντων. 1. 9· τινὸς Ἀρρ. Ἐπίκτ. 2. 22, 36. - Ἐπίρρ. -κῶς Ἱεροκλ. Πυθ. σ. 145.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
1 sufrido, paciente c. gen. obj. τῶν ἰδιωτῶν M.Ant.1.9, τοῦ δ' ἀνομοίου ἀ. y sufrido con quien no es su igual Arr.Epict.2.22.36, διδαχή Euthal.Epp.Paul.M.85.768C.
2 adv. -ῶς pacientemente ἀκροᾶσθαι Hierocl.in CA 12.6.