ἀνδρόσακες: Difference between revisions

From LSJ

ἀναπηδῶσιν πάντες ἐπ' ἔργον → everyone jumps up from bed to work, everyone jumps up to work

Source
(6_21)
(big3_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀνδρόσακες''': τό, [[ὅπερ]] καὶ πικρὰς ὀνομάζεται, [[εἶναι]] πόα «λευκή, [[λεπτόκαρπος]], πικρά, [[ἄφυλλος]], [[θυλάκιον]] ἐπὶ τῆς ἔχουσα περιεκτικὸν σπέρματος· γίνεται δὲ ἐν Συρίᾳ ἐν παραθαλασσίοις τόποις» Διοσκ. 140 (150).
|lstext='''ἀνδρόσακες''': τό, [[ὅπερ]] καὶ πικρὰς ὀνομάζεται, [[εἶναι]] πόα «λευκή, [[λεπτόκαρπος]], πικρά, [[ἄφυλλος]], [[θυλάκιον]] ἐπὶ τῆς ἔχουσα περιεκτικὸν σπέρματος· γίνεται δὲ ἐν Συρίᾳ ἐν παραθαλασσίοις τόποις» Διοσκ. 140 (150).
}}
{{DGE
|dgtxt=-ους, τό<br />bot. un alga mediterránea [[Corallina officinalis L.]], Dsc.3.133, cf. Plin.<i>HN</i> 27.25.
}}
}}

Revision as of 12:13, 21 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνδρόσακες Medium diacritics: ἀνδρόσακες Low diacritics: ανδρόσακες Capitals: ΑΝΔΡΟΣΑΚΕΣ
Transliteration A: andrósakes Transliteration B: androsakes Transliteration C: androsakes Beta Code: a)ndro/sakes

English (LSJ)

ους, τό,

   A sea-navel, Acetabularia mediterranea, Dsc.3.133.

German (Pape)

[Seite 219] ους, τό, Pflanze, Diosc., madrepora acetabulum, L.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνδρόσακες: τό, ὅπερ καὶ πικρὰς ὀνομάζεται, εἶναι πόα «λευκή, λεπτόκαρπος, πικρά, ἄφυλλος, θυλάκιον ἐπὶ τῆς ἔχουσα περιεκτικὸν σπέρματος· γίνεται δὲ ἐν Συρίᾳ ἐν παραθαλασσίοις τόποις» Διοσκ. 140 (150).

Spanish (DGE)

-ους, τό
bot. un alga mediterránea Corallina officinalis L., Dsc.3.133, cf. Plin.HN 27.25.