ἀνετέον: Difference between revisions
Ἰὸς πέφυκεν ἀσπίδος κακὴ γυνή → Ipsum venenum aspidis mulier mala → Das reinste Natterngift ist eine schlechte Frau
(6_20) |
(big3_4) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀνετέον''': ῥημ. ἐπίθ. τοῦ [[ἀνίημι]] = δεῖ ἀνιέναι, περὶ δὲ τοῦ σοφιστοῦ που δῆλον ὡς οὐκ [[ἀνετέον]], ὅτι δὲν πρέπει ν’ ἀφήσωμεν νὰ χαλαρώσῃ ἡ [[συζήτησις]], Πλατ. Σοφ. 254Β, ἔδοξέ μοι ἐπιθετέον [[εἶναι]] τῷ ἀνδρὶ ... καὶ οὐκ [[ἀνετέον]], ὅτι πρέπει νὰ ἐπιτεθῶ κατὰ τοῦ ἀνδρὸς καὶ νὰ μὴ ἐγκαταλίπω τὴν ἰδέαν, ὁ αὐτ. Συμπ. 217C, Πολιτ. 219C. | |lstext='''ἀνετέον''': ῥημ. ἐπίθ. τοῦ [[ἀνίημι]] = δεῖ ἀνιέναι, περὶ δὲ τοῦ σοφιστοῦ που δῆλον ὡς οὐκ [[ἀνετέον]], ὅτι δὲν πρέπει ν’ ἀφήσωμεν νὰ χαλαρώσῃ ἡ [[συζήτησις]], Πλατ. Σοφ. 254Β, ἔδοξέ μοι ἐπιθετέον [[εἶναι]] τῷ ἀνδρὶ ... καὶ οὐκ [[ἀνετέον]], ὅτι πρέπει νὰ ἐπιτεθῶ κατὰ τοῦ ἀνδρὸς καὶ νὰ μὴ ἐγκαταλίπω τὴν ἰδέαν, ὁ αὐτ. Συμπ. 217C, Πολιτ. 219C. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=<b class="num">1</b> [[hay que dilatar]] ταύτην (σφίγξιν) ésta (la constricción en las venas)</i>, Gal.17(1).434<br /><b class="num">•</b>fig. οὐκ [[ἀνετέον]] πρὶν ἄν no hay que cejar hasta que</i> Pl.<i>Sph</i>.254b, cf. <i>Smp</i>.217c<br /><b class="num">•</b>c. gen. τῆς ἀκριβεστέρας οἰκονομίας Phld.<i>Oec</i>.73.<br /><b class="num">2</b> [[hay que dejar]] οὐκ ... κλαίειν [[ἀνετέον]] αὐτό no hay que dejarle llorar (al niño de pecho)</i>, Sor.81.25.<br /><b class="num">3</b> [[hay que diluir]] Orib.<i>Ec</i>.53.5. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:13, 21 August 2017
English (LSJ)
(ἀνίημι)
A one must relax, Pl.Sph.254b: c. gen., τῆς ἀκριβεστέρας οἰκονομίας Phld.Oec.p.73 J.; one must loosen, Gal.17(1).434; one must let slip, Pl.Smp.217c, Plt.291c. 2 one must permit, Sor.1.108. 3 one must dilute, Orib.Fr.54.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνετέον: ῥημ. ἐπίθ. τοῦ ἀνίημι = δεῖ ἀνιέναι, περὶ δὲ τοῦ σοφιστοῦ που δῆλον ὡς οὐκ ἀνετέον, ὅτι δὲν πρέπει ν’ ἀφήσωμεν νὰ χαλαρώσῃ ἡ συζήτησις, Πλατ. Σοφ. 254Β, ἔδοξέ μοι ἐπιθετέον εἶναι τῷ ἀνδρὶ ... καὶ οὐκ ἀνετέον, ὅτι πρέπει νὰ ἐπιτεθῶ κατὰ τοῦ ἀνδρὸς καὶ νὰ μὴ ἐγκαταλίπω τὴν ἰδέαν, ὁ αὐτ. Συμπ. 217C, Πολιτ. 219C.
Spanish (DGE)
1 hay que dilatar ταύτην (σφίγξιν) ésta (la constricción en las venas), Gal.17(1).434
•fig. οὐκ ἀνετέον πρὶν ἄν no hay que cejar hasta que Pl.Sph.254b, cf. Smp.217c
•c. gen. τῆς ἀκριβεστέρας οἰκονομίας Phld.Oec.73.
2 hay que dejar οὐκ ... κλαίειν ἀνετέον αὐτό no hay que dejarle llorar (al niño de pecho), Sor.81.25.
3 hay que diluir Orib.Ec.53.5.