ἀπανδρίζομαι: Difference between revisions
From LSJ
Λιμὸς μέγιστον ἄλγος ἀνθρώποις ἔφυ → Inter dolores maximum humanos fames → Der Hunger ist den Menschen allergrößter Schmerz
(6_5) |
(big3_5) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀπανδρίζομαι''': ἀποθ. [[ὑπομένω]], [[ἀντέχω]], ἀνδρικῶς, πρὸς τὸ τῆς ἀκμῆς φλογῶδες εἰωθότων ἀπανδρίζεσθαι Καλλίστρ. Ἐκφρ. 895. | |lstext='''ἀπανδρίζομαι''': ἀποθ. [[ὑπομένω]], [[ἀντέχω]], ἀνδρικῶς, πρὸς τὸ τῆς ἀκμῆς φλογῶδες εἰωθότων ἀπανδρίζεσθαι Καλλίστρ. Ἐκφρ. 895. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=[[hacerse hombre]] Callistr.4.4. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:15, 21 August 2017
English (LSJ)
A stand manfully, πρός τι Callistr.Stat.4.
German (Pape)
[Seite 278] sich männlich zeigen, πρός τι Callistr. stat. 3.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπανδρίζομαι: ἀποθ. ὑπομένω, ἀντέχω, ἀνδρικῶς, πρὸς τὸ τῆς ἀκμῆς φλογῶδες εἰωθότων ἀπανδρίζεσθαι Καλλίστρ. Ἐκφρ. 895.
Spanish (DGE)
hacerse hombre Callistr.4.4.