ἀφροσύνη: Difference between revisions
Κακὸν φυτὸν πέφυκεν ἐν βίῳ γυνή, καὶ κτώμεθ' αὐτὰς ὡς ἀναγκαῖον κακόν → In vita occrevit nobis ut gramen mulier, malumque hoc opus est servemus domi → Ein schlimm Gewächs erwuchs im Leben uns die Frau, und wir besitzen sie als unumgänglich Leid
(Autenrieth) |
(big3_8) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth | ||
|auten=[[folly]]; pl., [[foolish]] behavior. | |auten=[[folly]]; pl., [[foolish]] behavior. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ης, ἡ<br /><br /><b class="num">• Alolema(s):</b> dór. -α B.15.57, E.<i>Ba</i>.387, Aesara p.51, etc.<br /><b class="num">1</b> en sent. abstr. [[insensatez]], [[locura]] οὐδέ τί σε χρὴ ... ἀφροσύνης <i>Il</i>.7.110, τὴν (τοῦ Μήδου) ἀφροσύνην δέξαι Hdt.9.82, cf. 3.146, οὐ ... σε ... ἐν ἀφροσύνῃ καθελόντες S.<i>Ant</i>.383, οἱ κακοὶ ... ἀφροσύνης καὶ θράσεος πίμπλανται Democr.B 254, Πενθεῖ δὲ τί μέρος ἀφροσύνης προσῆκ' ἐμῆς; E.<i>Ba</i>.1301, cf. <i>Tr</i>.990, <i>IA</i> 1430, ἐπίδειξις τῆς τῶν πολλῶν ἀφροσύνης Hp.<i>Vict</i>.1.24, καταφρόνησιν ... ἣ ... ἀ. μετωνόμασται Th.1.122, cf. X.<i>Mem</i>.1.4.8, op. σωφροσύνη y σοφία Pl.<i>Prt</i>.332e, καθαροὶ ... τῆς τοῦ σώματος ἀφροσύνης Pl.<i>Phd</i>.67a, μαντικὴν ἀφροσύνῃ θεὸς ἀνθρωπίνῃ δέδωκεν Pl.<i>Ti</i>.71e, συμβαίνει ἡ ἀ. μετὰ ἀκρασίας [[ἀρετή]] Arist.<i>EN</i> 1146<sup>a</sup>27, περὶ ... τῆς ἀφροσύνης ... ἐρῶ Diog.Oen.32.1.3, cf. Chrysipp.<i>Stoic</i>.3.21, ἀ. καὶ [[ἀταξία]] περὶ τὰν ψυχάν Aesara l.c., ἐν ἀφροσύνῃ λέγω estoy hablando con desatino</i> 2<i>Ep.Cor</i>.11.21, cf. 11.1, 17<br /><b class="num">•</b>en plu. [[actos de insensatez]] παῖδας καταπαύεμεν ἀφροσυνάων <i>Od</i>.24.457, cf. 16.278, κούφας ἀφροσύνας φέρον S.<i>OC</i> 1230, ἁ (Ὕβρις) κέρδεσσι καὶ ἀφροσύναις θάλλουσ' B.l.c.<br /><b class="num">2</b> [[desmesura]], [[jactancia]] μὴ ταπεινωθῇς ἐν ἀφροσύνῃ σου LXX <i>Si</i>.13.8, [[βλασφημία]], ὑπερηφανία, ἀ. <i>Eu.Marc</i>.7.22. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:19, 21 August 2017
English (LSJ)
ἡ, (ἄφρων)
A folly, thoughtlessness, freq. in pl., παῖδας καταπαυέμεν ἀφροσυνάων Od.24.457, cf. 16.278: in sg., οὐδέ τί σε χρὴ ταύτης ἀφροσύνης Il.7.110, cf. Democr.254, Hdt.3.146, 9.82; κοῦφαι ἀ. S.OC1230 (lyr.); καταφρόνησιν ἢ . . ἀ. μετωνόμασται Th.1.122; opp. σωφροσύνη and σοφία, Pl.Prt.332e; συμβαίνει ἡ ἀ. μετὰ ἀκρασίας ἀρετή Arist.EN1146a27.
German (Pape)
[Seite 415] ἡ, Unvernunft, Thorheit, von Hom. an überall, auch im plur., Od. 16, 278. Bei Plat. theils der σωφροσύνη, theils der σοφία entgeggstzt, Prot. 332 e. Bei Xen. Cyr. 4, 2, 41 = die Besinnungslosigkeit des Rausches.
Greek (Liddell-Scott)
ἀφροσύνη: [ῠ], ἡ, (ἄφρων) ἔλλειψις φρονήσεως, ἀνοησία, ἀπερισκεψία, μωρία, Ὅμ. ἐν τῷ πληθ., παῖδας καταπαυέμεν ἀφροσυνάων Ὀδ. Ω. 456, πρβλ. Π. 278· ἐν τῷ ἑνικ., οὐ δὲ τί σε χρὴ ταύτης ἀφροσύνης Ἰλ. Η. 110, πρβλ. Ἡρόδ. 3. 146., 9. 82: κοῦφαι ἀφ. Σοφ. Ο. Κ. 1230· καταφρόνησιν ἣ.. ἀφρ. μετωνόμασται Θουκ. 1. 122· ἀντίθ. τῷ σωφροσύνη ἢ σοφία, Πλάτ. Πρωτ. 332Ε.
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
démence, folie ; αἱ ἀφροσύναι actes de folies, paroles ou actions déraisonnables.
Étymologie: ἄφρων.
English (Autenrieth)
Spanish (DGE)
-ης, ἡ
• Alolema(s): dór. -α B.15.57, E.Ba.387, Aesara p.51, etc.
1 en sent. abstr. insensatez, locura οὐδέ τί σε χρὴ ... ἀφροσύνης Il.7.110, τὴν (τοῦ Μήδου) ἀφροσύνην δέξαι Hdt.9.82, cf. 3.146, οὐ ... σε ... ἐν ἀφροσύνῃ καθελόντες S.Ant.383, οἱ κακοὶ ... ἀφροσύνης καὶ θράσεος πίμπλανται Democr.B 254, Πενθεῖ δὲ τί μέρος ἀφροσύνης προσῆκ' ἐμῆς; E.Ba.1301, cf. Tr.990, IA 1430, ἐπίδειξις τῆς τῶν πολλῶν ἀφροσύνης Hp.Vict.1.24, καταφρόνησιν ... ἣ ... ἀ. μετωνόμασται Th.1.122, cf. X.Mem.1.4.8, op. σωφροσύνη y σοφία Pl.Prt.332e, καθαροὶ ... τῆς τοῦ σώματος ἀφροσύνης Pl.Phd.67a, μαντικὴν ἀφροσύνῃ θεὸς ἀνθρωπίνῃ δέδωκεν Pl.Ti.71e, συμβαίνει ἡ ἀ. μετὰ ἀκρασίας ἀρετή Arist.EN 1146a27, περὶ ... τῆς ἀφροσύνης ... ἐρῶ Diog.Oen.32.1.3, cf. Chrysipp.Stoic.3.21, ἀ. καὶ ἀταξία περὶ τὰν ψυχάν Aesara l.c., ἐν ἀφροσύνῃ λέγω estoy hablando con desatino 2Ep.Cor.11.21, cf. 11.1, 17
•en plu. actos de insensatez παῖδας καταπαύεμεν ἀφροσυνάων Od.24.457, cf. 16.278, κούφας ἀφροσύνας φέρον S.OC 1230, ἁ (Ὕβρις) κέρδεσσι καὶ ἀφροσύναις θάλλουσ' B.l.c.
2 desmesura, jactancia μὴ ταπεινωθῇς ἐν ἀφροσύνῃ σου LXX Si.13.8, βλασφημία, ὑπερηφανία, ἀ. Eu.Marc.7.22.