διαβιβάζω: Difference between revisions
Ἰσχυρότερον δέ γ' οὐδέν ἐστι τοῦ λόγου → Oratione nulla vis superior → Nichts ist gewiss gewaltiger als die Vernunft | Nichts ist gewiss gewalt'ger als der Rede Kraft
(Bailly1_1) |
(big3_11) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=faire passer au-delà, transporter.<br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[βιβάζω]]. | |btext=faire passer au-delà, transporter.<br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[βιβάζω]]. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=<b class="num">• Morfología:</b> [fut. διαβιβῶ Pl.<i>Lg</i>.900c, D.23.157, Moer., διαβιβάσω X.<i>An</i>.4.8.8, 5.2.10, Moer.]<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[hacer pasar]], [[hacer cruzar]], [[transportar]] por mares o ríos, c. ac. compl. dir. y giro prep. local κατὰ τὰς ἐούσας γεφύρας ... τὸν στρατόν Hdt.1.75, ὁπλίτας ... ἐς αὐτήν (τὴν νῆσον) Th.4.8, cf. 1.105, εἰς δὲ τὰς ἱερὰς τῶν νήσων οὐδὲ διαβιβάζειν οἷόν τε κύνας X.<i>Cyn</i>.5.25, cf. <i>An</i>.5.2.8, <i>HG</i> 3.4.12, Lys.2.28, Antipho 5.52, LXX <i>Nu</i>.32.30, εἰς τὴν Μεσσήνην τὰς δυνάμεις Plb.1.20.13, cf. I.<i>AI</i> 7.9, Plu.<i>Phoc</i>.32, Paus.3.9.1, ἐξ [[Ἀσίας]] ... στράτευμα Plu.<i>Brut</i>.36, cf. Luc.<i>Hipp</i>.2, D.C.40.35.4, sin indic. local, c. ac. compl. dir. de pers. (τὸν Χαρίδημον) D.l.c., τοὺς Φωκικοὺς ξένους Aeschin.3.87, ὀλίγῳ πλείους τούτων διαβιβάσας Isoc.4.144, cf. 166, τὸν βασιλέα LXX 2<i>Re</i>.19.19, πρώτην ... τὴν Δηιάνειραν D.S.4.36.4, cf. D.H.5.14, c. ac. compl. dir. de lugar τὸν ποταμόν Pl.<i>Lg</i>.900c, D.S.4.36.3, Aesop.65, c. doble ac. de pers. y lugar μὴ διαβιβάσῃς ἡμᾶς τὸν Ἰορδάνην LXX <i>Nu</i>.32.5, cf. <i>Sap</i>.10.18, 2<i>Re</i>.19.16, D.H.20.3, τοὺς πολίτας ... τὸν Εὐρώταν Plu.<i>Pel</i>.24, en v. pas. νομαὶ πολλαὶ βοσκημάτων διαβιβαζόμεναι εἰς τὸ πέραν τοῦ ποταμοῦ X.<i>An</i>.3.5.2.<br /><b class="num">2</b> gener. [[conducir]], [[hacer entrar]] εὐθὺς διαβιβάζει ὁ Κῦρος τοὺς Πέρσας πρώτους X.<i>Cyr</i>.4.1.9.<br /><b class="num">II</b> fig.<br /><b class="num">1</b> c. ac. de pers. [[conducir]], [[llevar]] ἔλαθες [[γάρ]] με μικροῦ καὶ εἰς πέρας τῷ λόγῳ διαβιβάζων pues has estado a punto de llevarme hasta el final con tu relato sin que yo me dé cuenta</i> Hld.2.24.4.<br /><b class="num">2</b> c. ac. abstr. y giro prep. [[transferir]], [[traspasar]] διαβιβάζειν ἐπὶ τὰ ὁμοειδῆ τὸ χρήσιμον llevar lo útil junto a sus semejantes</i> Chrysipp.<i>Stoic</i>.2.31, τὸν λόγον ἐπὶ τὰ λοιπὰ μέρη τῆς Εὐρώπης D.S.19.10, τοῦτο δὴ τὸ οἴκοθεν [[ἔθος]] διαβιβάζει καὶ ἐπὶ τὸν Ὀδυσσέα este hábito suyo lo transfiere incluso a Odiseo</i> Aristid.<i>Or</i>.28.29, εἰς τὸ γένος τὴν τιμωρίαν Hld.4.20.2<br /><b class="num">•</b>mús. διαβιβάζοντα τὸ μέλος πολλάκις ἐπὶ τὴν διάτονον παρυπάτην haciendo que con frecuencia la melodía pase a la segunda cuerda diatónica</i> Plu.2.1134f.<br /><b class="num">3</b> [[superar]] las distintas fases de una competición deportiva διαβιβάσαντα κλήρους βʹ <i>JRS</i> 3.1913.291.19, cf. 20, 295.23 (todas Antioquía de Pisidia III d.C.).<br /><b class="num">4</b> c. ac. de tiempo [[pasar]] τὸν χειμῶνα διαβιβάσασαι Sch.Th.3.69<br /><b class="num">•</b>abs. [[pasar el tiempo]] μετὰ ῥίγους διεβίβασα Sch.Ar.<i>Pl</i>.846D.<br /><b class="num">5</b> gram. [[determinar]] en v. pas. ἡ [[ἐνέργεια]] ὡς πρὸς ὑποκείμενόν τι διαβιβάζεται A.D.<i>Synt</i>.277.10. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:23, 21 August 2017
English (LSJ)
causal of διαβαίνω,
A carry over or across, transport, lead over, δ. τὸν στρατὸν κατὰ γεφύρας Hdt.1.75; ἐς τὴν νῆσον ὁπλίτας Th.4.8: also c. acc. loci, ποταμὸν δ. [τινά] take one across a river, Pl. Lg.900c, Plu.Pel.24: metaph., δ. ἐπὶ τὰ ὁμοειδῆ τὸ χρήσιμον Chrysipp.Stoic.2.31, cf. Apollon.Cit.1 (Pass.), Aristid.Or.28(49).29; lead to a conclusion, τινὰ εἰς πέρας τῷ λόγῳ Hld.2.24: in Music, cause the melody to pass, ἐπὶ τὴν παρυπάτην Plu.2.1134f. 2 δ. κλήρους pass through the heats or rounds of an athletic contest, JRS3.282 (Antioch in Pisidia). 3 Pass., of Verbs, have a transitive force, A.D.Synt.277.10,al. 4 later, pass time, Sch.Ar.Pl.847.
Greek (Liddell-Scott)
διαβῐβάζω: μέλλ.-άσω, ἐνεργ. τοῦ διαβαίνω, ποιῶ διαβαίνειν, μεταφέρω εἰς τὸ ἀπέναντι μέρος, μεταβιβάζω εἰς τὸ ἀπέναντι, δ. τὸν στρατὸν κατὰ γεφύρας Ἡρόδ. 1. 75· ἐς τὴν νῆσον τοὺς ὁπλίτας Θουκ. 4. 8· ὡσαύτως μετ' αἰτ. τόπου, ποταμὸν δ. τινά, μεταφέρω τινὰ εἰς τὴν ἀπέναντι ὄχθην τοῦ ποταμοῦ, βοηθῶ τινα νὰ διαβῇ ποταμόν, Πλάτ. Νόμ. 900C, Πλούτ. Πελοπ. 24·- μεταφ., δ. ἐπὶ τὰ ὁμοειδῆ τὸ χρήσιμον Πλούτ. 2. 34Β. 2) μεταγεν., διέρχομαι τὸν χρόνον, διατρίβω, ἴδε Schäf. Σχόλ. Ἀριστοφ. Πλ. 847.- διαβιβάσκω εἶναι ἐσφαλμ. γραφὴ ἐν Ἱππ. Ἀγμ. 763.
French (Bailly abrégé)
faire passer au-delà, transporter.
Étymologie: διά, βιβάζω.
Spanish (DGE)
• Morfología: [fut. διαβιβῶ Pl.Lg.900c, D.23.157, Moer., διαβιβάσω X.An.4.8.8, 5.2.10, Moer.]
I 1hacer pasar, hacer cruzar, transportar por mares o ríos, c. ac. compl. dir. y giro prep. local κατὰ τὰς ἐούσας γεφύρας ... τὸν στρατόν Hdt.1.75, ὁπλίτας ... ἐς αὐτήν (τὴν νῆσον) Th.4.8, cf. 1.105, εἰς δὲ τὰς ἱερὰς τῶν νήσων οὐδὲ διαβιβάζειν οἷόν τε κύνας X.Cyn.5.25, cf. An.5.2.8, HG 3.4.12, Lys.2.28, Antipho 5.52, LXX Nu.32.30, εἰς τὴν Μεσσήνην τὰς δυνάμεις Plb.1.20.13, cf. I.AI 7.9, Plu.Phoc.32, Paus.3.9.1, ἐξ Ἀσίας ... στράτευμα Plu.Brut.36, cf. Luc.Hipp.2, D.C.40.35.4, sin indic. local, c. ac. compl. dir. de pers. (τὸν Χαρίδημον) D.l.c., τοὺς Φωκικοὺς ξένους Aeschin.3.87, ὀλίγῳ πλείους τούτων διαβιβάσας Isoc.4.144, cf. 166, τὸν βασιλέα LXX 2Re.19.19, πρώτην ... τὴν Δηιάνειραν D.S.4.36.4, cf. D.H.5.14, c. ac. compl. dir. de lugar τὸν ποταμόν Pl.Lg.900c, D.S.4.36.3, Aesop.65, c. doble ac. de pers. y lugar μὴ διαβιβάσῃς ἡμᾶς τὸν Ἰορδάνην LXX Nu.32.5, cf. Sap.10.18, 2Re.19.16, D.H.20.3, τοὺς πολίτας ... τὸν Εὐρώταν Plu.Pel.24, en v. pas. νομαὶ πολλαὶ βοσκημάτων διαβιβαζόμεναι εἰς τὸ πέραν τοῦ ποταμοῦ X.An.3.5.2.
2 gener. conducir, hacer entrar εὐθὺς διαβιβάζει ὁ Κῦρος τοὺς Πέρσας πρώτους X.Cyr.4.1.9.
II fig.
1 c. ac. de pers. conducir, llevar ἔλαθες γάρ με μικροῦ καὶ εἰς πέρας τῷ λόγῳ διαβιβάζων pues has estado a punto de llevarme hasta el final con tu relato sin que yo me dé cuenta Hld.2.24.4.
2 c. ac. abstr. y giro prep. transferir, traspasar διαβιβάζειν ἐπὶ τὰ ὁμοειδῆ τὸ χρήσιμον llevar lo útil junto a sus semejantes Chrysipp.Stoic.2.31, τὸν λόγον ἐπὶ τὰ λοιπὰ μέρη τῆς Εὐρώπης D.S.19.10, τοῦτο δὴ τὸ οἴκοθεν ἔθος διαβιβάζει καὶ ἐπὶ τὸν Ὀδυσσέα este hábito suyo lo transfiere incluso a Odiseo Aristid.Or.28.29, εἰς τὸ γένος τὴν τιμωρίαν Hld.4.20.2
•mús. διαβιβάζοντα τὸ μέλος πολλάκις ἐπὶ τὴν διάτονον παρυπάτην haciendo que con frecuencia la melodía pase a la segunda cuerda diatónica Plu.2.1134f.
3 superar las distintas fases de una competición deportiva διαβιβάσαντα κλήρους βʹ JRS 3.1913.291.19, cf. 20, 295.23 (todas Antioquía de Pisidia III d.C.).
4 c. ac. de tiempo pasar τὸν χειμῶνα διαβιβάσασαι Sch.Th.3.69
•abs. pasar el tiempo μετὰ ῥίγους διεβίβασα Sch.Ar.Pl.846D.
5 gram. determinar en v. pas. ἡ ἐνέργεια ὡς πρὸς ὑποκείμενόν τι διαβιβάζεται A.D.Synt.277.10.