διαρμόζω: Difference between revisions
διὸ καὶ μεταλάττουσι τὴν φυσικὴν χρῆσιν εἰς τὴν παρὰ φύσιν αἱ δοκοῦσαι παρθένοι τῶν εἰδώλων → therefore those professing to be virgins of the idols even change the natural use into the unnatural (Origen, commentary on Romans 1:26)
(6_9) |
(big3_11) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''διαρμόζω''': ἢ -ττω· μέλλ. -σω·― διαμοιράζω εἰς διάφορα μέρη, Εὐρ. Ὀρ. 1450· ― [[ἐντεῦθεν]], 2) Μέσ., τακτοποιῶ, διαθέτω, [[διατάσσω]]. Πολύβ. 8. 27, 5· παθ., [[αὐτόθι]] 7, 1· [[κανονίζω]], [[ῥυθμίζω]], τὸν βίον Πλούτ. 2.88Α. | |lstext='''διαρμόζω''': ἢ -ττω· μέλλ. -σω·― διαμοιράζω εἰς διάφορα μέρη, Εὐρ. Ὀρ. 1450· ― [[ἐντεῦθεν]], 2) Μέσ., τακτοποιῶ, διαθέτω, [[διατάσσω]]. Πολύβ. 8. 27, 5· παθ., [[αὐτόθι]] 7, 1· [[κανονίζω]], [[ῥυθμίζω]], τὸν βίον Πλούτ. 2.88Α. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=<b class="num">• Grafía:</b> graf. διhαρμ- <i>IG</i> 1<sup>3</sup>.475.181 (V a.C.)<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[armar]], [[montar]], [[ensamblar]] τ[ο̄̀] ς σφɛ̄κίσκος <i>IG</i> l.c., τὰ κορυφαῖα κερκίσιν ἐπὶ τῶν μεσομνῶν <i>IG</i> 2<sup>2</sup>.1668.52 (IV a.C.), τὸ ἐντὸς τῶν κιόνων [[ἑκατέρωθεν]] <i>IG</i> 2<sup>2</sup>.1668.67 (IV a.C.), un nido, Plu.2.983c.<br /><b class="num">2</b> [[distribuir]], [[disponer]] ἔκλῃσε ... ἄλλον [[ἄλλοσε]] διαρμόσας ἀποπρὸ δεσποίνας (los) encerró ... disponiéndolos aquí y allá lejos de su señora</i> E.<i>Or</i>.1451, en v. pas. οὗτοι μὲν τὸν τρόπον τοῦτον διηρμοσμένοι Plb.8.5.1.<br /><b class="num">3</b> mús. [[regular]], [[afinar para dar el tono]], en v. pas. διηρμοσμένον ... συρίγγιον Plu.2.456a.<br /><b class="num">II</b> v. med. c. ac. de abstr. [[organizar]], [[disponer]], [[poner en orden]] ταῦτα ... πρὸς τὸ μέλλον Plb.8.25.5, (τὴν πόλιν) Plu.<i>Sol</i>.15, τὸν βίον Plu.2.88a. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:24, 21 August 2017
English (LSJ)
or διαρμόττω, fut. -σω,
A distribute in various places, E.Or.1451 (lyr.): hence, 2 Med., arrange, dispose, ταῦτα πρὸς τὸ μέλλον Plb.8.25.5:—Pass., τὸν τρόπον τοῦτον διηρμοσμένοι ib.7.1; regulate, τὸν βίον Plu.2.88a.
German (Pape)
[Seite 599] 1) trennen, Eur. Or. 1452. – 2) dazwischen einfügen, übh. zurüsten, Pol. 8, 7, 1; ταῦτα διαρμοσάμενοι πρὸς τὸ μέλλον 8, 27, 5; σῶμα ὀργανικὸν καὶ διηρμοσμένονμέρεσι λογικοῖς, Plut. Coriol. 38. Auch von der Musik, Arist. Quinct.
Greek (Liddell-Scott)
διαρμόζω: ἢ -ττω· μέλλ. -σω·― διαμοιράζω εἰς διάφορα μέρη, Εὐρ. Ὀρ. 1450· ― ἐντεῦθεν, 2) Μέσ., τακτοποιῶ, διαθέτω, διατάσσω. Πολύβ. 8. 27, 5· παθ., αὐτόθι 7, 1· κανονίζω, ῥυθμίζω, τὸν βίον Πλούτ. 2.88Α.
Spanish (DGE)
• Grafía: graf. διhαρμ- IG 13.475.181 (V a.C.)
I 1armar, montar, ensamblar τ[ο̄̀] ς σφɛ̄κίσκος IG l.c., τὰ κορυφαῖα κερκίσιν ἐπὶ τῶν μεσομνῶν IG 22.1668.52 (IV a.C.), τὸ ἐντὸς τῶν κιόνων ἑκατέρωθεν IG 22.1668.67 (IV a.C.), un nido, Plu.2.983c.
2 distribuir, disponer ἔκλῃσε ... ἄλλον ἄλλοσε διαρμόσας ἀποπρὸ δεσποίνας (los) encerró ... disponiéndolos aquí y allá lejos de su señora E.Or.1451, en v. pas. οὗτοι μὲν τὸν τρόπον τοῦτον διηρμοσμένοι Plb.8.5.1.
3 mús. regular, afinar para dar el tono, en v. pas. διηρμοσμένον ... συρίγγιον Plu.2.456a.
II v. med. c. ac. de abstr. organizar, disponer, poner en orden ταῦτα ... πρὸς τὸ μέλλον Plb.8.25.5, (τὴν πόλιν) Plu.Sol.15, τὸν βίον Plu.2.88a.