ἐγκλυδαστικός: Difference between revisions
From LSJ
(6_11) |
(big3_13) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐγκλῠδαστικός''': -ή, -όν, ὁ ἔχων τὴν ἰδιότητα νὰ πλημμυρῇ [[ἐντός]], Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξ. 394. | |lstext='''ἐγκλῠδαστικός''': -ή, -όν, ὁ ἔχων τὴν ἰδιότητα νὰ πλημμυρῇ [[ἐντός]], Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξ. 394. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ή, -όν [[que produce encharcamiento]] ὕδωρ Hp.<i>Acut</i>.62. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:27, 21 August 2017
English (LSJ)
ή, όν,
A gurgling, 'splashy', Hp.Acut.62.
German (Pape)
[Seite 708] ή, όν, darin, im Innern wogend, Hippocr.
Greek (Liddell-Scott)
ἐγκλῠδαστικός: -ή, -όν, ὁ ἔχων τὴν ἰδιότητα νὰ πλημμυρῇ ἐντός, Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξ. 394.
Spanish (DGE)
-ή, -όν que produce encharcamiento ὕδωρ Hp.Acut.62.