ἐμπληστέος: Difference between revisions
From LSJ
οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time
(Bailly1_2) |
(big3_14) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=α, ον :<br /><i>adj. verb. de</i> [[ἐμπίπλημι]]. | |btext=α, ον :<br /><i>adj. verb. de</i> [[ἐμπίπλημι]]. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-α, -ον<br />[[que debe ser llenado de]] c. gen. (πόλις) ὄγκου ἐμπληστέα καὶ πλήθους Pl.<i>R</i>.373b. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:28, 21 August 2017
English (LSJ)
α, ον, (ἐμπίμπλημι)
A to be filled with, ὄγκου Pl.R.373b.
Greek (Liddell-Scott)
ἐμπληστέος: -α, -ον, ῥημ. ἐπίθ. τοῦ ἐμπίπλημι, πρέπει νὰ ἐμπλησθῇ, νὰ γεμισθῇ τι μέ τι, ἀλλ’ ἤδη ὄγκου ἐμπληστέα (ἡ πόλις) καὶ πλήθους Πλάτ. Πολ. 373Β.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
adj. verb. de ἐμπίπλημι.
Spanish (DGE)
-α, -ον
que debe ser llenado de c. gen. (πόλις) ὄγκου ἐμπληστέα καὶ πλήθους Pl.R.373b.