ἐκκαλυπτικός: Difference between revisions

From LSJ

τὸ ἀγαθὸν αἱρετόν· τὸ δ' αἱρετὸν ἀρεστόν· τὸ δ' ἀρεστὸν ἐπαινετόν· τὸ δ' ἐπαινετὸν καλόνwhat is good is chosen, what is chosen is approved, what is approved is admired, what is admired is beautiful

Source
(6_10)
(big3_13)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐκκαλυπτικός''': -ή, -όν, [[κατάλληλος]], [[ἁρμόδιος]] πρὸς ἐκκάλυψιν, [[μετὰ]] γεν., Σέξτ. Ἐμπ. 11. 2 101. ― Ἐπίρρ. -κῶς, [[αὐτόθι]] 141.
|lstext='''ἐκκαλυπτικός''': -ή, -όν, [[κατάλληλος]], [[ἁρμόδιος]] πρὸς ἐκκάλυψιν, [[μετὰ]] γεν., Σέξτ. Ἐμπ. 11. 2 101. ― Ἐπίρρ. -κῶς, [[αὐτόθι]] 141.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ή, -όν<br />en fil. estoica<br /><b class="num">1</b> [[descubridor]], [[revelador]] c. gen. τὸ φῶς ... τῶν ἄλλων Chrysipp.<i>Stoic</i>.2.36, [[δεῖ]] [[ἄρα]] τὸ σημεῖον ... ἐκκαλυπτικὴν ἔχειν φύσιν τοῦ λήγοντος Chrysipp.<i>Stoic</i>.2.73, ἡ [[ἀπόδειξις]] ἐ. ... τοῦ συμπεράσματος S.E.<i>M</i>.8.140, cf. <i>P</i>.2.170.<br /><b class="num">2</b> adv. -ῶς [[en forma reveladora]] S.E.<i>P</i>.2.141, <i>M</i>.8.308.
}}
}}

Revision as of 12:28, 21 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐκκαλυπτικός Medium diacritics: ἐκκαλυπτικός Low diacritics: εκκαλυπτικός Capitals: ΕΚΚΑΛΥΠΤΙΚΟΣ
Transliteration A: ekkalyptikós Transliteration B: ekkalyptikos Transliteration C: ekkalyptikos Beta Code: e)kkaluptiko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A suited for discovery, indicative of, c. gen., Stoic. 2.36,72. Adv. -κῶς S.E.P.2.141.

German (Pape)

[Seite 762] ή, όν, geeignet zu enthüllen, zu entdecken, τινός, Sezt. Emp. adv. math. 8, 165.

Greek (Liddell-Scott)

ἐκκαλυπτικός: -ή, -όν, κατάλληλος, ἁρμόδιος πρὸς ἐκκάλυψιν, μετὰ γεν., Σέξτ. Ἐμπ. 11. 2 101. ― Ἐπίρρ. -κῶς, αὐτόθι 141.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
en fil. estoica
1 descubridor, revelador c. gen. τὸ φῶς ... τῶν ἄλλων Chrysipp.Stoic.2.36, δεῖ ἄρα τὸ σημεῖον ... ἐκκαλυπτικὴν ἔχειν φύσιν τοῦ λήγοντος Chrysipp.Stoic.2.73, ἡ ἀπόδειξις ἐ. ... τοῦ συμπεράσματος S.E.M.8.140, cf. P.2.170.
2 adv. -ῶς en forma reveladora S.E.P.2.141, M.8.308.