ἔνθυμος: Difference between revisions
From LSJ
ὅσα μὲν τῆς ἰδίας τρυφῆς εἵνεκα Μειδίας καὶ περιουσίας κτᾶται → all the wealth that Meidias retains for private luxury and superfluous display
(6_16) |
(big3_15) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἔνθῡμος''': -ον, [[θυμοειδής]], [[ζωηρός]], τὸ δὲ τῶν Ἑλλήνων γένος... ἔνθυμον καὶ διανοητικόν ἐστιν Ἀριστ. Πολιτ. 7. 7, 3. -Ἐπίρρ. ἐνθύμως, προθύμως, ἐγκαρδίως, Βασιλ. Ἐπιστ. τ. 2. σ. 978C. | |lstext='''ἔνθῡμος''': -ον, [[θυμοειδής]], [[ζωηρός]], τὸ δὲ τῶν Ἑλλήνων γένος... ἔνθυμον καὶ διανοητικόν ἐστιν Ἀριστ. Πολιτ. 7. 7, 3. -Ἐπίρρ. ἐνθύμως, προθύμως, ἐγκαρδίως, Βασιλ. Ἐπιστ. τ. 2. σ. 978C. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ον<br />[[valiente]], [[animoso]] τὸ τῶν Ἑλλήνων γένος ... ἔνθυμον καὶ διανοητικόν ἐστιν Arist.<i>Pol</i>.1327<sup>b</sup>30, ἀνάστηθι, ἐ. γενοῦ ref. al profeta Daniel, Cyr.H.<i>Catech</i>.12.14. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:30, 21 August 2017
English (LSJ)
ον,
A spirited, Arist.Pol.1327b30.
German (Pape)
[Seite 843] muthig, Arist. Pol. 7, 7.
Greek (Liddell-Scott)
ἔνθῡμος: -ον, θυμοειδής, ζωηρός, τὸ δὲ τῶν Ἑλλήνων γένος... ἔνθυμον καὶ διανοητικόν ἐστιν Ἀριστ. Πολιτ. 7. 7, 3. -Ἐπίρρ. ἐνθύμως, προθύμως, ἐγκαρδίως, Βασιλ. Ἐπιστ. τ. 2. σ. 978C.
Spanish (DGE)
-ον
valiente, animoso τὸ τῶν Ἑλλήνων γένος ... ἔνθυμον καὶ διανοητικόν ἐστιν Arist.Pol.1327b30, ἀνάστηθι, ἐ. γενοῦ ref. al profeta Daniel, Cyr.H.Catech.12.14.