ἐνοφθαλμίζω: Difference between revisions
ἐγώ εἰμι τὸ φῶς τοῦ κόσμου· ὁ ἀκολουθῶν μοι οὐ μὴ περιπατήσῃ ἐν τῇ σκοτίᾳ ἀλλ' ἕξει τὸ φῶς τῆς ζωῆς → I am the light of the world; he that followeth me shall not walk in darkness but shall have the light of life (John 8:12)
(6_1) |
(big3_15) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐνοφθαλμίζω''': [[ἐγκεντρίζω]], «μπολιάζω», [[δένδρον]] ἀπό τινος Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 5. 5, 4· ἐνοφθαλμισμός, ὁ, τὸ ἐνοφθαλμίζειν, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 1. 6, 1 καὶ 2, Πλούτ. 2. 640Β, Γεωπον. 10. 75, 1., 10. 77, 1· οὕτω καὶ ἐνοφθάλμισμα, τό, Συνέσ. 294C. | |lstext='''ἐνοφθαλμίζω''': [[ἐγκεντρίζω]], «μπολιάζω», [[δένδρον]] ἀπό τινος Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 5. 5, 4· ἐνοφθαλμισμός, ὁ, τὸ ἐνοφθαλμίζειν, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 1. 6, 1 καὶ 2, Πλούτ. 2. 640Β, Γεωπον. 10. 75, 1., 10. 77, 1· οὕτω καὶ ἐνοφθάλμισμα, τό, Συνέσ. 294C. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=<b class="num">1</b> agr. [[injertar]] ἐνοφθαλμίσαι [[δένδρον]] ἓν ἀπὸ πλειόνων καὶ διαφόρων Thphr.<i>CP</i> 5.5.4, en v. pas. ἐ[λ] αίους ἐνωφθαλμισμέν<ου>ς <i>ID</i> 366b.20 (III a.C.), πίτυς ... οὐκ ἐνοφθαλμίζεται Plu.2.640a, (τὰ φυτά) ... ὅταν ἐνοφθαλμίζωνται ἢ ἐγκεντρίζωνται Procl.<i>in Cra</i>.39, cf. Porph.<i>Gaur</i>.10.1, <i>Gp</i>.11.18.10<br /><b class="num">•</b>abs. [[hacer un injerto]], <i>Gp</i>.10.77.1.<br /><b class="num">2</b> intr. en v. med.-pas., sent. dud., quizá [[saltar a la vista]] ἐνοφθαλμισθήσεταί σοι <i>PTeb</i>.725.8 (II a.C.). | |||
}} | }} |
Revision as of 12:30, 21 August 2017
English (LSJ)
A inoculate, bud, δένδρον ἓν ἀπὸ πλειόνων Thphr.CP5-5.4, cf. Gp.10.77.1:—Pass., Inscr.Délos 366B20, Procl. in Cra.p.39P.
German (Pape)
[Seite 851] inokuliren, Theophr.
Greek (Liddell-Scott)
ἐνοφθαλμίζω: ἐγκεντρίζω, «μπολιάζω», δένδρον ἀπό τινος Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 5. 5, 4· ἐνοφθαλμισμός, ὁ, τὸ ἐνοφθαλμίζειν, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 1. 6, 1 καὶ 2, Πλούτ. 2. 640Β, Γεωπον. 10. 75, 1., 10. 77, 1· οὕτω καὶ ἐνοφθάλμισμα, τό, Συνέσ. 294C.
Spanish (DGE)
1 agr. injertar ἐνοφθαλμίσαι δένδρον ἓν ἀπὸ πλειόνων καὶ διαφόρων Thphr.CP 5.5.4, en v. pas. ἐ[λ] αίους ἐνωφθαλμισμέν<ου>ς ID 366b.20 (III a.C.), πίτυς ... οὐκ ἐνοφθαλμίζεται Plu.2.640a, (τὰ φυτά) ... ὅταν ἐνοφθαλμίζωνται ἢ ἐγκεντρίζωνται Procl.in Cra.39, cf. Porph.Gaur.10.1, Gp.11.18.10
•abs. hacer un injerto, Gp.10.77.1.
2 intr. en v. med.-pas., sent. dud., quizá saltar a la vista ἐνοφθαλμισθήσεταί σοι PTeb.725.8 (II a.C.).