implacable: Difference between revisions
Μεταλαμβάνει ὁ δοῦλος τοῦ Θεοῦ (Ὄνομα) Σῶμα καὶ Αἷμα Χριστοῦ, εἰς ἄφεσιν ἁμαρτιῶν καὶ ζωὴν αἰώνιον. Ἀμήν. → The servant of God (Name) partakes of the Body and Blood of Christ for the remission of sins and life eternal.
m (Text replacement - "<b class="b2">Frag.</b>" to "''Frag.''") |
(2) |
||
Line 6: | Line 6: | ||
<b class="b2">Implacable anger</b>: V. ἀστεργὴς [[ὀργή]], ἡ. | <b class="b2">Implacable anger</b>: V. ἀστεργὴς [[ὀργή]], ἡ. | ||
<b class="b2">Unforgetting</b>: V. [[μνήμων]]. | <b class="b2">Unforgetting</b>: V. [[μνήμων]]. | ||
}} | |||
{{esel | |||
|sltx=[[ἄσπονδος]], [[ἀπρήϋντος]], [[δυσκάθαρτος]], [[δυσίατος]], [[δυσπαραίτητος]], [[ἀτέραμνος]], [[ἀστεμφής]], [[ἀνίλαστος]], [[ἀνεξίλαστος]], [[ἀνοικτίρμων]], [[ἀμείλικτος]], [[δυσπαράκλητος]], [[ἀμείλιχος]], [[ἄσπειστος]], [[δυσδιάλλακτος]], [[ἄνοικτος]], [[ἄληκτος]], [[ἄτροπος]], [[ἀκαταπράϋντος]], [[ἀνήκεστος]], [[ἀνέλεος]], [[ἀμετάγνωστος]], [[ἀτρεής]], [[ἀναιδής]], [[ἀνίατος]], [[ἄθελκτος]], [[ἀνήλατος]], [[ἀστεργής]], [[ἄτεγκτος]], [[ἐναντιογνώμων]], [[ἀπότομος]], [[βαρύθυμος]] | |||
}} | }} |
Revision as of 07:09, 22 August 2017
English > Greek (Woodhouse)
adj.
Stubborn: P. and V. αὐθάδης, σκληρός. Pitiless: P. ἀπαραίτητος, V. νηλής, δυσπαραίτητος, δυσάλγητος, ἀνοικτίρμων (Soph., Frag.), P. and V. σχέτλιος, πικρός, Ar. and V. ἄτεγκτος, ἄνοικτος; see cruel, pitiless. Of war: P. and V. ἄσπονδος, P. ἀκήρυκτος. Implacable anger: V. ἀστεργὴς ὀργή, ἡ. Unforgetting: V. μνήμων.
Spanish > Greek
ἄσπονδος, ἀπρήϋντος, δυσκάθαρτος, δυσίατος, δυσπαραίτητος, ἀτέραμνος, ἀστεμφής, ἀνίλαστος, ἀνεξίλαστος, ἀνοικτίρμων, ἀμείλικτος, δυσπαράκλητος, ἀμείλιχος, ἄσπειστος, δυσδιάλλακτος, ἄνοικτος, ἄληκτος, ἄτροπος, ἀκαταπράϋντος, ἀνήκεστος, ἀνέλεος, ἀμετάγνωστος, ἀτρεής, ἀναιδής, ἀνίατος, ἄθελκτος, ἀνήλατος, ἀστεργής, ἄτεγκτος, ἐναντιογνώμων, ἀπότομος, βαρύθυμος