σκιατροφέω: Difference between revisions
Μεγάλοι δὲ λόγοι μεγάλας πληγὰς τῶν ὑπεραύχων ἀποτίσαντες γήρᾳ τὸ φρονεῖν ἐδίδαξαν → The great words of the arrogant pay the penalty by suffering great blows, and teach one to reason in old age
(11) |
(No difference)
|
Revision as of 00:36, 9 February 2013
English (LSJ)
Ion. σκῐητροφέω; Att.also σκιᾱτρᾰφέω (v. infr.): (σκιά, τρέφω):—
A rear in the shade or within doors, i.e. bring up tenderly, σκιατροφοῦντες [τὰ σώματα] Max.Tyr.28.3:—Pass., keep in the shade, shun heat and labour, σκηνὰς πηξάμενοι ἐσκιητροφέοντο Hdt.6.12; μὴ σκιατραφούμενος Trag.Adesp.546.8 (v.l. -τροφ-) ; καθῆσθαι καὶ σκιατραφεῖσθαι X.Oec.4.2, cf. Muson.Fr.11p.59H. (-τροφ-, v.l. -τραφ-) ; ἐσκιατραφημένη (v.l. -τροφ-) σωμάτων ἕξις Plu.2.8d; ὁπλίτας ἐσκιατροφημένους Max.Tyr.30.7; of a plant, σκιατροφούμενος growing in the shade, Thphr.CP2.7.4. II intr. in Act., wear a shade, cover one's head, σκιητροφέουσι, . . τιάρας φορέοντες Hdt.3.12: hence also, like Pass., πλούσιος ἐσκιατροφηκώς a rich effeminate man, opp. πένης ἡλιωμένος one who bears all the heat of the day, Pl.R.556d. III ἐσκιοτροφημένα f.l. for ἐσκιαγραφημένα in Suid.