ἐξουσία: Difference between revisions
ξένῳ δὲ σιγᾶν κρεῖττον ἢ κεκραγέναι → it's better for a stranger to keep silence than to shout (Menander)
(Bailly1_2) |
(eksahir) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ας (ἡ) :<br /><b>I.</b> pouvoir de faire une chose :<br /><b>1</b> liberté, faculté : [[ἐξουσία]] ποιεῖν [[τι]] PLAT donner à qqn la liberté <i>ou</i> le moyen de faire qch;<br /><b>2</b> pouvoir, puissance, autorité : [[οἱ]] [[ἐν]] ἐξουσίᾳ ὄντες ARSTT <i>au sens collect.</i> les magistrats ; juridiction;<br /><b>II.</b> <i>p. ext.</i><br /><b>1</b> abondance, ressources;<br /><b>2</b> éclat, splendeur.<br />'''Étymologie:''' [[ἔξειμι]]¹. | |btext=ας (ἡ) :<br /><b>I.</b> pouvoir de faire une chose :<br /><b>1</b> liberté, faculté : [[ἐξουσία]] ποιεῖν [[τι]] PLAT donner à qqn la liberté <i>ou</i> le moyen de faire qch;<br /><b>2</b> pouvoir, puissance, autorité : [[οἱ]] [[ἐν]] ἐξουσίᾳ ὄντες ARSTT <i>au sens collect.</i> les magistrats ; juridiction;<br /><b>II.</b> <i>p. ext.</i><br /><b>1</b> abondance, ressources;<br /><b>2</b> éclat, splendeur.<br />'''Étymologie:''' [[ἔξειμι]]¹. | ||
}} | |||
{{eles | |||
|esgtx=[[poder]], [[Potencias]] | |||
}} | }} |
Revision as of 10:29, 22 August 2017
English (LSJ)
ἡ, (ἔξεστι)
A power, authority to do a thing, c. inf., χαίρειν καὶ νοσεῖν ἐ. πάρεστι S.Fr.88.11 codd.; αὐτῷ ἐ. ἦν σαφῶς εἰδέναι Antipho 1.6, cf. Th.7.12; ἐξουσίαν ὁ νόμος δέδωκε permission to do... Pl. Smp.182e; ἐ. ποιεῖν Id.Cri.51d, etc.; ἐ. λαβεῖν And.2.28, X.Mem.2.6.24, etc.; λαβὼν ἐ. ὥστε . . Isoc.3.45; ἐπὶ τῇ τῆς εἰρήνης ἐ. with the freedom permitted by peace, D.18.44: c. gen. objecti, ἐ. ἔχειν θανάτου power of life and death, Poll.8.86; πρᾶγμα οὗ τὴν ἐ. ἔχουσιν ἄλλοι control over... Diog.Oen.57; ἐ. τινός power over, licence in a thing, τοῦ λέγειν Pl.Grg.461e; ἐν μεγάλῃ ἐ. τοῦ ἀδικεῖν ib.526a, cf. R.554c; κατὰ τὴν οὐκ ἐ. τῆς ἀγωνίσεως from want of qualification for .., Th.5.50: abs., power, authority, E.Fr.784. 2 abuse of authority, licence, arrogance, ὕβρις καὶ ἐ. Th.1.38, cf. 3.45, D.19.200; ἡ ἄγαν ἐ. ib.272; ἄμετρος ἐ. OGI669.51 (i A.D.). 3 Lit. Crit., ἐ. ποιητική poetic licence, Str.1.2.17, Jul.Or.1.10b. II office, magistracy, ἀρχαὶ καὶ ἐ. Pl.Alc.1.135b; οἱ ἐν ταῖς ἐ. Arist.EN1095b21; οἱ ἐν ἐ. ὄντες Id.Rh. 1384a1; οἱ ἐπ' ἐξουσιῶν LXXDa.3.2; ἡ ὑπατικὴ ἐ. the consulate, D.S. 14.113, etc.; also ἡ ὕπατος ἐ. D.H.7.1; ἡ ταμιευτικὴ ἐ. the quaestorship, Id.8.77; δημαρχικὴ ἐ., v. δημαρχικός; ἡ τοῦ θαλάμου ἐ., in the Roman empire, lordship of the bedchamber, Hdn.1.12.3. 2 concrete, body of magistrates, D.H.11.32; αἱ ἐ. (as we say) the authorities, Ev.Luc.12.11,al., Plu.Phil.17. b ἡ ἐ. as an honorary title, POxy.1103 (iv A.D.), etc. III abundance of means, resources, ἐξουσίας ἐπίδειξις Th.6.31; πλοῦτος καὶ ἐ. Id.1.123, cf. D. 21.138; ἐνδεεστέρως ἢ πρὸς τὴν ἐ. Th.4.39; τῶν ἀναγκαίων ἐ. Pl.Lg. 828d; excessive wealth, opp. οὐσία, Com.Adesp.25a.5D. IV pomp, Plu.Aem.34.
German (Pape)
[Seite 888] ἡ (ἔξεστι), die Erlaubniß, Freiheit, Etwas zu thun, das Recht; ἐπιτροπὴ νόμου Plat. defin. 415 b; τοῦ λέγειν Gorg. 461 e; ἐν μεγάλῃ ἐξουσίᾳ τοῦ ἀδικεῖν γενόμενος, da er die Macht hatte, Unrecht zu thun, 526 a; ἐξουσίαν ὁ νόμος δέδωκε τῷ ἐραστῇ θαυμαστὰ ἔργα ἐργαζομένῳ ἐπαινεῖσθαι , sich durch bewundernswürdige Thaten Lob zu erwerben, Conv. 182 e; π οιεῖν τινι, ἐξεῖναι ἀπιέναι, daß es ihm freisteht, wegzugehen, Crit. 51 d. Oft ἐξουσία ἦν αὐτῷ, mit folgdm inf., Antiph. 1, 6 u. A.; auch περὶ τοῦ ποιεῖν, Plat. Legg. XI, 936 a; ἐπ' ἐξουσίας ἐστί, es steht frei, nach Luft u. Belieben, Dem. u. A.; ἐξουσίαν ἔχω κλέπτειν Xen. Mem. 2. 6, 24, u. öfter bei Sp. ἔχειν, λαμβάνειν u. ä. – Auch im schlimmen Sinne, Frechheit, Dem. u. bes. Sp. – Gewalt, Macht im Staate, οἱ ἐν ταῖς ἐξουσίαις, die Machthaber, Arist. Eth. 1, 5, 3 u. Sp.; ἡ ὑπατικὴ ἐξ., das Amt, die Macht des Consuls, D. Sic. 14, 113. Auch die Machthaber selbst, D. Hal. 11, 32; ὑπ' ἐξουσίαν τεταγμένος Matth. 8, 9. – Τῶν ἀναγκαίων, der Ueberfluß, wie περιουσία, Plat. Legg. VIII, 828 d; vgl. Thuc. 1, 123; äußere Pracht, Plut. Aemil. 34.
Greek (Liddell-Scott)
ἐξουσία: ἡ, (ἔξεστι) ὡς καὶ νῦν, τὸ ἔχειν τὴν δύναμιν ἢ τὸ δικαίωμα τοῦ πράττειν τι, μετ’ ἀπαρ., χαίρειν καὶ νοσεῖν ἐξ. πάρεστι Σοφ. Ἀποσπ. 109· ἐξ. ἐστί μοι Ἀντιφῶν 112. 13, Θουκ. 7. 12· ἐξουσίαν ὁ νόμος δέδωκε τῷ ἐραστῇ... ἐπαινεῖσθαι Πλάτ. Συμπ. 182Ε· ἐξουσίαν πεποιηκέναι Ἀθηναίων τῷ βουλομένῳ Κρίτων 51Δ, κτλ., ἐν ἀντιθ. πρὸς τὸ ἐξ. ἔχειν, ἐξ. λαμβάνειν, κτλ., Ἀνδοκ. 23. 14, Ξεν. Ἀπομν. 2. 6, 24, κτλ.· τῇ τῆς εἰρήνης ἐξουσίᾳ, μετὰ τῆς ἐλευθερίας ἣν ἐπιτρέπει ἡ εἰρήνη, Δημ. 240. 23· ἐξ. ἔχειν θανάτου Ἀριστ. Ἀποσπ. 374· ἀλλὰ μετὰ γεν. ἀντικ., πλείστη ἐξουσία τοῦ λέγειν, πλείστη ἐλευθερία, Πλάτ. Γοργ. 461Ε· ἐν μεγάλῃ ἔξ. τοῦ ἀδικεῖν αὐτόθι 526Α, πρβλ. Πολ. 554C· περί τινος, ὁ αὐτὸς ἐν Νὸμοις 936Α· κατὰ τὴν οὐκ ἐξουσίαν τῆς ἀγωνίσεως, δι’ ἔλλειψιν προσόντων ἢ διότι δὲν εἶχε τὸ δικαίωμα, Θουκ. 5. 50. 2) ἔπαρσις, ἀλαζονεία, Δημ. 559. 24, πρβλ. 403. 26· ἡ ἄγαν ἐξ., ὁ αὐτὸς 428. 22. ΙΙ. ἀπολ., δύναμις, ἐξουσία, ἰσχύς, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς ὅ,τι εἶναι δίκαιον ἢ ὀρθὸν, Εὐρ. Ἀποσπ. 778, Θουκ. 1. 38, πρβλ. 3. 45. 2) ἀξίωμα, ἀρχή, Λατ. potestas, Πλάτ. Ἀλκ. 1. 135Β· οἱ ἐν ταῖς ἐξουσίαις Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 1. 5. 3· οἱ ἐν ἐξουσίᾳ ὄντες ὁ αὐτὸς ἐν Ρητ. 2. 6, 9· οἱ ἐπ’ ἐξουσιῶν Ἑβδ. (Δαν. Γ΄, 2)· ἡ ὑπατικὴ ἐξ., τὸ ἀξίωμα τοῦ ὑπάτου, Διόδ. 14. 113, κτλ.· ἡ ταμιευτικὴ ἐξ. Διον. Ἁλ. 8. 77· ἡ τοῦ θαλάμου ἐξ., κατὰ τοὺς Ρωμ. αὐτοκρατορ. χρόνους ἄρχων τοῦ θαλάμου, κοιτῶνος, ἀρχιθαλαμηπόλος, Ἡρῳδιαν. 1. 12. 3) ὡς ἀφηρημ. οὐσιαστ., τὸ σύνολον τῶν ἀρχόντων, ἡ ἀρχή, Λατ. potestas, οἱ ραβδοῦχοι κελευσθέντες ὑπὸ τῆς ἐξουσίας Διον. Ἁλ. 11. 32· αἱ ἐξουσίαι, αἱ ἀρχαὶ (ὡς λέγομεν νῦν), Πλουτ. Φιλοποίμ. καὶ συχνὸν ἐν τῇ Καιν. Διαθ.: πρβλ. τὴν λέξιν τέλος. ΙΙ. ὡς τὸ περιουσία, ἀφθονία ὑπαρχόντων ἢ μέσων, ἐξουσίας ἐπίδειξις Θουκ. 6. 31, πρβλ. 1. 123· ἐνδεεστέρως ἢ πρὸς τήν ἐξ., ὁ αὐτ. 4, 39· τῶν ἀναγκαίων ἐξ. Πλάτ. Νόμ. 828D. ΙV. πομπή, ἀνὴρ καὶ δίχα τοσαύτης ἐξουσίας ἀξιοθέατος Πλουτ. Αἰμίλ. 34, πρβλ. τὸ ἐν τῇ συνηθείᾳ «παρουσία».
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
I. pouvoir de faire une chose :
1 liberté, faculté : ἐξουσία ποιεῖν τι PLAT donner à qqn la liberté ou le moyen de faire qch;
2 pouvoir, puissance, autorité : οἱ ἐν ἐξουσίᾳ ὄντες ARSTT au sens collect. les magistrats ; juridiction;
II. p. ext.
1 abondance, ressources;
2 éclat, splendeur.
Étymologie: ἔξειμι¹.