ῥάβδος: Difference between revisions
Οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → Neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these
(SL_2) |
(eksahir) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{Slater | {{Slater | ||
|sltr=[[ῥάβδος]] (ἡ) <br /> <b>1</b> [[staff]] οὐδ' Ἀίδας ἀκινήταν ἔχε ῥάβδον, βρότεα σώμαθ ᾆ κατάγει (O. 9.33) [[Ὅμηρος]] [[αὐτοῦ]] πᾶσαν ὀρθώσαις ἀρετὰν κατὰ ῥάβδον ἔφρασεν θεσπεσίων ἐπέων λοιποῖς ἀθύρειν (ἀντὶ [[τοῦ]] κατὰ ῥαψῳδίαν Σ.) (I. 4.38) | |sltr=[[ῥάβδος]] (ἡ) <br /> <b>1</b> [[staff]] οὐδ' Ἀίδας ἀκινήταν ἔχε ῥάβδον, βρότεα σώμαθ ᾆ κατάγει (O. 9.33) [[Ὅμηρος]] [[αὐτοῦ]] πᾶσαν ὀρθώσαις ἀρετὰν κατὰ ῥάβδον ἔφρασεν θεσπεσίων ἐπέων λοιποῖς ἀθύρειν (ἀντὶ [[τοῦ]] κατὰ ῥαψῳδίαν Σ.) (I. 4.38) | ||
}} | |||
{{eles | |||
|esgtx=[[varilla]], [[cetro]] | |||
}} | }} |
Revision as of 10:31, 22 August 2017
English (LSJ)
ἡ,
A rod, wand, Hom. (v. infr.), etc.; lighter than the βακτηρία or walking-stick, X.Eq.11.4 (but = βακτηρία, Ev.Matt.10.10, al.). —Special uses: 1 magic wand, as that of Circe, Od.10.238, 319, etc.; that with which Athena touched Odysseus, to restore his youthful appearance, χρυσείῃ ῥάβδῳ ἐπεμάσσατο 16.172; that with which Hermes overpowers the senses of man, Il.24.343; that with which Hades rules the ghosts, Pi.O.9.33; divining-rod, Hdt.4.67. 2 fishing-rod, Od.12.251. 3 limed twig, for catching small birds, Ar.Av.527. 4 shaft of a hunting-spear, X.Cyn.10.3,16. 5 staff of office, like the earlier σκῆπτρον, Pl.Ax.367a, LXX Ps.44(45).7, 109(110).2; carried by a βραβευτής, Phld.Vit.p.25J.:— dub. in A.Supp.248 for ῥαβδοῦχος. 6 wand borne by the ῥαψῳδός, τὸν ἐπὶ ῥάβδῳ μῦθον ὑφαινόμενον Call.Fr.138 ( = Fr.3.10P.), cf. Paus. 9.30.3: hence κατὰ ῥάβδον ἐπέων according to the measure of his (Homer's) verses, Pi.I.4(3).38(56). 7 rod for chastisement, ῥ. κοσμοῦσα Pl.Lg.700c; μάστιξ ἢ ῥ. riding-switch, X.Eq.8.4; ῥ. βοηλάτις ox-goad, APl.4.200 (Mosch.); ξαίνεσθαι ῥάβδοις Plu.Alex.51, cf. AP 11.153 (Lucill.): of the fasces of the Roman lictors, Plb.11.29.6, D.H.4.11, Str.5.2.2, Plu.Publ.10, Luc.36; πρὸς πέντε ῥάβδους, = Lat. at (i.e. ad) quinque fasces (CIL8.7044 (Numidia)), OGI543.18 (Ancyra, ii A.D.), IGRom.3.175 (ibid., ii A.D.); cf. ῥαβδονόμος, ῥαβδοῦχος. 8 shepherd's staff or crook, LXXPs.22(23).4, Mi.7.14. 9 ῥ. κληρονομίας measuring-rod, ib.Ps.73(74).2. 10 stitch, ἔντοσθεν δὲ βοείας ῥάψε θαμειὰς χρυσείῃς ῥάβδοισι διηνεκέσιν περὶ κύκλον Il.12.297 (unless it means rivets, studs). II young shoot of some trees, Ion Trag.40, Thphr.HP2.1.2. III streak or stripe on the skin of animals, διαποίκιλα ῥάβδοις Arist.HA525a12; of fish, Clearch. 73; of clothes, Poll.7.53; fluting of a column, Supp.Epigr.4.448.7 (Didyma, ii B.C., pl.); of minerals, vein, Thphr.CP4.12.6, D.S.5.37; streak or shaft of light, Arist.Mete.377a30, Mu.395a31, Thphr.Sign.11. IV in Gramm., 1 line, verse, Sch.Pi.I.4.63. 2 a critical mark, like ὀβελός, Hsch. 3 stroke forming a letter, Theodect.6.6.
German (Pape)
[Seite 829] ἡ, 1) Ruthe, Gerte, Stab; bes. – a) eine Zauberruthe, die in andere Gestalten verwandelt; vom Zauberstabe der Circe, Od. 10, 238. 319. 389; der Athene, 13, 429. 16, 172. 456, des Hermes, τῇ τ' ἀνδρῶν ὄμματα θέλγει, τούς τ' αὖτε καὶ ὑπνώοντας ἐγείρει, Il. 24, 343 Od. 5, 47. 24, 2; – auch Angelruthe, περιμήκης, 12, 251. – b) der Stab als Zeichen der Würde, Herrscher-, Richterstab, wie σκῆπτρον, ἀκινήταν ἔχε ῥάβδον Ἅιδας, Pind. Ol. 9, 33; – auch das Abzeichen der Rhapsoden, I. 3, 56, vgl. Dissen dazu. – c) Stock, Ruthe zum Schlagen; κοσμούσης ῥάβδου νουθέτησις, Plat. Legg. III, 700 c, vgl. Ax. 367 a; μάστιξ ἢ ῥάβδος, Xen. Hipp. 8, 4; ῥάβδῳ κρούειν, 11, 4; vgl. Hdn. 7, 9, 13; Plut. oft. – d) Schaft eines Wurfspießes, Xen. Cyn. 10, 3. 16; Poll. 5, 20 erkl. προβόλιον; dah. αἱ ῥάβδοι die Ruthenbündel, fasces der röm. Lictoren. – Bei Ar. Av. 587 wird es vom Schol. als εἶδος δικτύου ὃ χρίουσιν ἰξῷ erkl., u. dafür die v. l. σταυροί angeführt. – 2) Strich, Streifen, βοείας ῥάψε θαμειὰς χρυσείῃς ῥάβδοισι διηνεκέσιν, Il. 12, 297. – In Steinen od. Metallgängen die Adern, Theophr. – An Kleidern, Poll. 7, 53. – Streifen am Himmel, was wir nennen »die Sonne zieht Wasser«; Arist. de mund. 4; Plut. plac. phil. 3, 6. – Zeile, Vers, Gramm. S. Schol. Pind. I. 3, 56 u. Erkl. daselbst. – Auch als diakritisches Zeichen, = ὀβελός. – Bei Aesch. Suppl. 245 wird es = ῥαβδοφόρος erkl., aber die Lesart ist unsicher. – Die Accentuation ῥᾶβδος, von Eust. angeführt, ist von Bekker im Aristot. aufgenommen. – Verwandt mit ῥάσσω, ῥαπίς.
Greek (Liddell-Scott)
ῥάβδος: ἡ, ὡς καὶ νῦν, κοινῶς «ῥαβδί», Λατ. virga, Ὅμηρ.· ἀλλ’ ἐλαφροτέρα τῆς βακτηρίας τῆς χρησίμου εἰς τὸ βάδισμα, ἴδε Ξεν. Ἱππ. 11, 4, πρβλ. 8. 4· (ἀλλὰ = βακτηρία, ἐν Εὐαγγ. κατὰ Ματθ. ι΄, 10, κ. ἀλλ.)· - ὡσαύτως, ὁ νέος βλαστὸς δένδρων τινῶν, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 2. 1, 2, πρβλ. Schneid. Πίνακα εἰς Θεόφρ. - Ἰδιαίτεραι χρήσεις: 1) μαγικὴ ῥάβδος, ὡς ἡ τῆς Κίρκης, Ὀδ. Κ. 238, 319, κτλ.· ἡ τῆς Ἀθηνᾶς δι’ ἧς αὕτη ἤγγισε τὸν Ὀδυσσέα ὅπως ἀποκαταστήσῃ τὴν νεανικὴν αὐτοῦ ὄψιν, χρυσείῃ ῥάβδῳ ἐπεμάσσατο Ὀδ. Π. 172· ἡ τοῦ Ἑρμοῦ ῥάβδος, τῇ τ’ ἀνδρῶν ὄμματα θέλγει, ὧν ἐθέλει, τοὺς δ’ αὖτε καὶ ὑπνώοντας ἐγείρει Ἰλ. Ω. 343, Ὀδ. Ε. 47· ἡ τοῦ Ἅιδου, δι’ ἧς κυβερνᾷ τὰς σκιὰς τῶν νεκρῶν, Πινδ. Ο. 9. 51, πρβλ. Ὁρατ. ᾨδ. 1. 10, 18, καὶ 24. 16 (ἴδε ῥαβδίον Ι. 1)· ῥαβδίον μαντικὸν, Ἡροδ. 4. 67. 2) ῥάβδος ἢ κάλαμος ἁλιευτικός, Ὀδ. Μ. 251· - ὡσαύτως κλαδίσκος ἀληλιμμένος δι’ ἰξοῦ πρὸς σύλληψινν μικρῶν πτηνῶν, «ἰξόβεργα», Ἀριστοφ. Ὄρν. 527. 3) τὸ ξύλον τοῦ ἀκοντίου, Ξεν. Κυν. 10, 3 καὶ 16. 4) ῥάβδος ὡς σημεῖον ἀξιώματος ὡς τὸ παρὰ τοῖς παλαιοτέροις σκῆπτρον, Πινδ. Ο. 9, 50, Πλάτ. Ἀξ. 367Α· - ἀμφίβ. ἐν Αἰσχύλου Ἱκέτ. 248 ἀντὶ ῥαβδοῦχος. 5) ἡ ῥάβδος ἣν ἔφερεν ὁ ῥαψῳδός: ἐπὶ ῥάβδῳ μῦθον ὑφαίνεσθαι Καλλ. Ἀποσπ. 138, πρβλ. Παυσ. 9. 30, 3, καὶ ἴδε σκῆπτρον· ὅθεν, κατὰ ῥάβδον ἐπέων, κατὰ τὸ μέτρον τῶν ποιημάτων αὐτοῦ (τοῦ Ὁμήρου), Πινδάρ. Ι. 4. 66, ἔνθα ἴδε Dissen. (3. 56), πρβλ. Göttling Προοίμ. εἰς Ἡσίοδ. σ. xiii. 6) ῥάβδος πρὸς σωφρονισμόν, ὡς κολαστήριον ὄργανον ῥ. κοσμοῦσα Πλάτ. Νόμ. 700C· μάστιξ ἢ ῥ., πρὸς ἱππασίαν χρήσιμος, Ξεν. Ἱππ. 8. 4· ῥ. βοηλάτις, βούκεντρον, Ἀνθ. Πλαν. 200· Μηδικαῖς ῥάβδοις ξαινομένους, δερομένους, μαστιγουμένους, Πλουτ. Ἀλέξ. 51, ἔνθα ἴδε σημ. Κοραῆ, πρβλ. Ἀνθ. Π. 11. 153· - παρὰ μεταγεν., αἱ ῥάβδοι, αἱ τῶν Ρωμαίων ῥαβδούχων fasces, Πλουτ. Ποπλ. 10, Λύκουλλ. 36· ἀνθύπατος πρὸς πέντε ῥάβδους Συλλ. Ἐπιγρ. 4033. 18., 4034. 11· πρβλ. ῥαβδονόμος, ῥαβδοῦχος. 7) ποιμενικὴ ῥάβδος, Ἑβδ. (Μιχ. Ζ΄, 14). 8) αὐτόθι (Ψαλμ. ΟΓ΄, 3), ῥ. κληρονομίας, φαίνεται ὅτι ὑπονοεῖ τὴν ῥάβδον ὡς μέτρον ἐκτάσεως. ΙΙ. ταινία, χρυσείῃς ῥάβδοισι διηνεκέσιν περὶ κύκλον, κατὰ τὸν Σχολιαστ. «τοῖς κανόσιν, οἷς εἴχοντο αἱ ἀσπίδες», Ἰλ. Μ. 197· ἔμφασίς τις ἐν τῷ ἀέρι ἐξ ἀνακλάσεως τῶν ἀκτίνων τοῦ ἡλίου, Ἀριστ. Μετεωρ 3. 2, 6, 3. 6, 3, π. Κόσμ. 4. 22, Θεοφράστ. Σημ. Ὑδάτ. 1, 11 σειρά, ῥάβδωσις ἐπὶ τοῦ δέρματος ζῴων, διαποίκιλα ῥάβδοις Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 1, 25, πρβλ. Κλέαρχ. παρ’ Ἀθην. 332C· ἐπὶ ὑφασμάτων, Πολυδ. Η΄, 53· πρβλ. ῥαβδωτός· ἡ ῥάβδωσις κίονος, πρβλ. ῥάβδωσις· ἐπὶ ὀρυκτῶν, φλέψ, Θεοφρ π. Φυτ. Αἰτ. 4. 12, β, κτλ. ΙΙΙ. παρὰ τοῖς γραμμ., 1) γραμμή, στίχος, Σχόλ. εἰς Πίνδ. Ι. 3. 63. 2) κριτικόν τι σημεῖον, ὡς τὸ ὀβελός, Ἡσύχ. (κατ’ ἔννοιαν προσεγγίζει πρὸς τὸ ῥάπις, ῥόπαλον· ἀλλ’ ἴδε Κουρτ. Gr. Et. ἀρ. 513). - Καθ’ Ἡσύχ.: «ῥάβδοι· καὶ τὸ σύνηθες καὶ ἡ διάφυσις τῆς γῆς, ὡσεὶ φλέβες. καὶ ὀβελοὶ δὲ οἱ παρατιθέμενοι τοῖς Ὁμήρου στίχοις καὶ οἱ τῶν φοινίκων κλῶνες».
French (Bailly abrégé)
ου (ἡ) :
I. baguette, particul.
1 verge pour frapper;
2 baguette magique de Circé, d’Athéna, de devin;
3 canne à pêche;
4 caducée d’Hermès;
5 hampe de javelot ; αἱ ῥάβδοι faisceau de verges des licteurs romains;
II. p. anal.
1 ligne, raie;
2 ligne transversale qui raye l’horizon lorsque la pluie tombe au loin ou que le soleil pompe l’humidité du sol.
Étymologie: cf. ῥέπω.
English (Autenrieth)
rod, wand, esp. the magic wand of Hermes, Circe, Athēna, Il. 24.343, Od. 10.238, Od. 13.429; of a fishing-rod, Od. 12.251; pins, Il. 12.297.
English (Slater)
ῥάβδος (ἡ)
1 staff οὐδ' Ἀίδας ἀκινήταν ἔχε ῥάβδον, βρότεα σώμαθ ᾆ κατάγει (O. 9.33) Ὅμηρος αὐτοῦ πᾶσαν ὀρθώσαις ἀρετὰν κατὰ ῥάβδον ἔφρασεν θεσπεσίων ἐπέων λοιποῖς ἀθύρειν (ἀντὶ τοῦ κατὰ ῥαψῳδίαν Σ.) (I. 4.38)