δώρημα: Difference between revisions

From LSJ

ὁκόσα γὰρ ὑπὰρ ἐκτρέπονται ὁποίου ὦν κακοῦ, τάδε ἐνύπνιον ὁρέουσι ὥρμησε → for whatever, when awake, they have an aversion to, as being an evil, rushes upon their visions in sleep (Aretaeus, Causes & Symptoms of Chronic Disease 1.5.6)

Source
(big3_13)
(strοng)
Line 21: Line 21:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ματος, τό<br />[[regalo]], [[presente]] ἐπαρθεὶς τοῖσι δωρήμασι Hdt.7.38, τὸ παρὰ τοῦ ἰδιώτου [[δώρημα]] X.<i>Hier</i>.8.4, frec. c. dat. δ. Θησέως τόκοις A.<i>Eu</i>.402, cf. <i>Pr</i>.626, Ἡρακλεῖ δωρήματα S.<i>Tr</i>.668, c. gen. subjet. δωρήματα ἀνόμων LXX <i>Si</i>.34.18, cf. D.S.3.47, Luc.<i>Trag</i>.244<br /><b class="num">•</b>dado a los dioses y a los muertos [[ofrenda]] Γῇ τε καὶ φθιτοῖς δωρήματα A.<i>Pers</i>.523, οὐρανίοις θεοῖς δωρήματα Ar.<i>Nu</i>.305<br /><b class="num">•</b>ref. cosas intangibles recibidas de los dioses [[don]] θεῶν δ. ἀνθρώποις Arist.<i>EN</i> 1099<sup>b</sup>11, μέγα δ. βροτοῖς ref. la salud, Isyll.1.57, θεόπεμπτά τινα δωρήματα Longin.34.4, τὰ θεῖα δωρήματα D.P.<i>Au</i>.1.18, πᾶσιν γὰρ ὁ θεὸς δίδοσθαι θέλει ἐκ τῶν ἰδίων δωρημάτων Herm.<i>Mand</i>.2.4, cf. I.<i>AI</i> 4.318, <i>Ep.Iac</i>.1.17, <i>Ep.Rom</i>.5.16, <i>Cat.Ps</i>.118 <i>Pal</i>.144a.5, Leont.Byz.M.86.1301A.
|dgtxt=-ματος, τό<br />[[regalo]], [[presente]] ἐπαρθεὶς τοῖσι δωρήμασι Hdt.7.38, τὸ παρὰ τοῦ ἰδιώτου [[δώρημα]] X.<i>Hier</i>.8.4, frec. c. dat. δ. Θησέως τόκοις A.<i>Eu</i>.402, cf. <i>Pr</i>.626, Ἡρακλεῖ δωρήματα S.<i>Tr</i>.668, c. gen. subjet. δωρήματα ἀνόμων LXX <i>Si</i>.34.18, cf. D.S.3.47, Luc.<i>Trag</i>.244<br /><b class="num">•</b>dado a los dioses y a los muertos [[ofrenda]] Γῇ τε καὶ φθιτοῖς δωρήματα A.<i>Pers</i>.523, οὐρανίοις θεοῖς δωρήματα Ar.<i>Nu</i>.305<br /><b class="num">•</b>ref. cosas intangibles recibidas de los dioses [[don]] θεῶν δ. ἀνθρώποις Arist.<i>EN</i> 1099<sup>b</sup>11, μέγα δ. βροτοῖς ref. la salud, Isyll.1.57, θεόπεμπτά τινα δωρήματα Longin.34.4, τὰ θεῖα δωρήματα D.P.<i>Au</i>.1.18, πᾶσιν γὰρ ὁ θεὸς δίδοσθαι θέλει ἐκ τῶν ἰδίων δωρημάτων Herm.<i>Mand</i>.2.4, cf. I.<i>AI</i> 4.318, <i>Ep.Iac</i>.1.17, <i>Ep.Rom</i>.5.16, <i>Cat.Ps</i>.118 <i>Pal</i>.144a.5, Leont.Byz.M.86.1301A.
}}
{{StrongGR
|strgr=from [[δωρέομαι]]; a bestowment: [[gift]].
}}
}}

Revision as of 17:44, 25 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δώρημα Medium diacritics: δώρημα Low diacritics: δώρημα Capitals: ΔΩΡΗΜΑ
Transliteration A: dṓrēma Transliteration B: dōrēma Transliteration C: dorima Beta Code: dw/rhma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A gift, present, Hdt.7.38, etc.: c. dat. pers., A.Pers.523, Eu.402, S.Tr.668: pl., E.Or.123, etc.—Rare in Prose, X.Hier.8.4, Arist.EN1099b11, and later, Ph.2.9, Ep.Jac.1.17.

German (Pape)

[Seite 695] τό, das Geschenk, Tragg., τινί, Aesch. Pers. 520; τὰ σὰ Ἡρακλεῖ δωρήματα, an den H., Soph. Tr. 668; vgl. Ar. Nubb. 305. In Prosa seltener, Xen. Hier. 8, 4; Arist. Eth. N. 1, 9.

Greek (Liddell-Scott)

δώρημα: τό, τὸ διδόμενον, δῶρον, Ἡρόδ. 7. 38, καὶ Τραγ.· μετὰ δοτ. προσ., Αἰσχύλ. Πέρσ. 523, Εὐμ. 402, Σοφ. Τρ. 668. -Σπάνιον ἐν τῷ Ἀττ. πεζῷ λόγῳ, ὡς Ξεν. Ἱέρ. 8. 4, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 1. 9, 2.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
1 don, présent;
2 avantage.
Étymologie: δωρέω.

Spanish (DGE)

-ματος, τό
regalo, presente ἐπαρθεὶς τοῖσι δωρήμασι Hdt.7.38, τὸ παρὰ τοῦ ἰδιώτου δώρημα X.Hier.8.4, frec. c. dat. δ. Θησέως τόκοις A.Eu.402, cf. Pr.626, Ἡρακλεῖ δωρήματα S.Tr.668, c. gen. subjet. δωρήματα ἀνόμων LXX Si.34.18, cf. D.S.3.47, Luc.Trag.244
dado a los dioses y a los muertos ofrenda Γῇ τε καὶ φθιτοῖς δωρήματα A.Pers.523, οὐρανίοις θεοῖς δωρήματα Ar.Nu.305
ref. cosas intangibles recibidas de los dioses don θεῶν δ. ἀνθρώποις Arist.EN 1099b11, μέγα δ. βροτοῖς ref. la salud, Isyll.1.57, θεόπεμπτά τινα δωρήματα Longin.34.4, τὰ θεῖα δωρήματα D.P.Au.1.18, πᾶσιν γὰρ ὁ θεὸς δίδοσθαι θέλει ἐκ τῶν ἰδίων δωρημάτων Herm.Mand.2.4, cf. I.AI 4.318, Ep.Iac.1.17, Ep.Rom.5.16, Cat.Ps.118 Pal.144a.5, Leont.Byz.M.86.1301A.

English (Strong)

from δωρέομαι; a bestowment: gift.