σύμφυτος: Difference between revisions
Κατηγορεῖν οὐκ ἔστι καὶ κρίνειν ὁμοῦ → Iudex et accusator esse idem nequit → Wer anklagt, darf nicht auch noch Richter sein zugleich
(SL_2) |
(strοng) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{Slater | {{Slater | ||
|sltr=[[σύμφυτος]], -ον</b> <br /> <b>1</b> inbred [[ἀνδρῶν]] δ' ἀτρετὰν [[σύμφυτον]] οὐ κατελέγχει (I. 3.14) | |sltr=[[σύμφυτος]], -ον</b> <br /> <b>1</b> inbred [[ἀνδρῶν]] δ' ἀτρετὰν [[σύμφυτον]] οὐ κατελέγχει (I. 3.14) | ||
}} | |||
{{StrongGR | |||
|strgr=from [[σύν]] and a derivative of [[φύω]]; [[grown]] [[along]] [[with]] (connate), i.e. ([[figuratively]]) [[closely]] united to: planted [[together]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 17:46, 25 August 2017
English (LSJ)
ον,
A born with one, congenital, innate, ἀρετά Pi.I.3.14; κακόν, ἐπιθυμία, Pl.R.609a, Plt.272e; of diseases, Hp.Coac.502; βλάβαι καὶ διαφθοραὶ τοῦ σώματος Gal.6.3; natural, τῶν σιτίων ἔνια ἔχει γλυκύτητα σ. ib.475, cf. 731; σ. ἐχούσης ὑγρότητα τῆς γλώττης Id.16.508; σ. αἰών our natural age, i.e. our old age (acc. to the Sch.), A.Ag.107 (lyr.); νεικέων τέκτονα σ. the natural author of strife, i.e. a cause of strife natural to the race, ib.152 (lyr.); εἰς τὸ σ. according to one's nature, E.Andr.954; ὕδωρ σ. ἐν γάλακτι, opp. ἐπακτόν, Arist.Mete.382b12; τὸ μιμεῖσθαι σ. τοῖς ἀνθρώποις Id.Po.1448b5; σ. [πνεῦμα], i.e. the vital spirit, Id.Spir. 482a8; σ. ὑγρὸν καὶ θερμόν (in a seed) Thphr.HP1.11.1; πρῶτον ἀγαθὸν καὶ σύμφυτον ἡδονή Epicur.Ep.3p.63U.; τὰ σ. natural functions or parts, Arist.GA753a17, Ph.253a12. 2 c. dat., natural to, σ. αὐτοῖς δειλία Lys.10.28; ἀϋδρία τισὶ τόποις σ. Pl.Lg.844b; τὰ ὑγρὰ σ. τοῖς ζῴοις, opp. τὰ ὑστερογενῆ (such as milk), Arist.HA521b17, cf. Thphr.Sens.1,16. 3 c. gen., [τῶν φθόγγων] σ. ἡδοναί Pl.Phlb. 51d; εὐβουλία ἀρετὴ λογισμοῦ σ. Id.Def.413c: cf. συγγενής, σύγγονος. 4 like by nature, cognate, kindred, Id.Phlb.16c. II grown together, διάστασις τῶν σ. μερῶν Arist.Top.145b3; σ. τῷ Χιτῶνι Id.HA557b18; ἐγκεφάλου σκέπασμα σ. μὲν οὐκέτι, πολλαχόθι μέντοι συμφυές Gal. UP8.9; σ. ἐμποιεῖν τινί τι Pl.Phd.81c; united, Id.Phdr. 246a, Ep.Rom.6.5; of qualities in relation to matter, ὕλη . . λαβοῦσα ποιότητας . . καὶ οἷον συμφύτους αὐτὰς ἔχουσα καὶ συγκεκραμένας ἀλλήλαις Plot.3.6.8, cf. 3.6.11. III thickly wooded, Plb.1.74.6, D.C. 40.29. 2 fully cultivated, ἀμπελὼν σ. PGrenf.2.28.7 (ii B.C.), PLips.1.5 (ii B.C.).
German (Pape)
[Seite 993] mitgewachsen, angeboren; ἀρετά, Pind. I. 3, 14; αἰών, Aesch. Ag. 107; verwandt, 148; Eur. Andr. 955; von Natur eigen, ἐπιθυμία, Plat. Polit. 272 e; ἡδονὴν αὐτοῖς ξύμφυτον ἀπονέμοντες, Critia. 116 b, u. öfter; ξύμφυτος αὐτοῖς δειλία, Lys. 10, 28; – zusammengewachsen, zugewachsen, zugetheilt.
Greek (Liddell-Scott)
σύμφῠτος: -ον, (συμφύω) ὁ φυεὶς μετά τινος, φυσικός, ἔμφυτος, ἀρετὰ Πινδ. Ι. 3. 33· κακόν, πονηρία, ἐπιθυμία Πλάτ. Πολ. 609Α, Πολιτ. 272Ε, κτλ.· σ. αἰών, ἡ φυσικὴ ἡμῶν ἡλικία, δηλ. ἡ γεροντικὴ (κατὰ τὸν Σχολ.), Αἰσχύλ. Ἀγ. 107· (ἀλλ’ ἴδε τοὺς ἑρμηνευτάς)· νεικέων σ. τέκτων, ὁ φυσικὸς πρωταίτιος τῆς ἔριδος, δηλ. αἰτία ἔριδος φυσικὴ εἰς τὸ ἀνθρώπινον γένος, αὐτόθι 152 (καὶ ἐνταῦθα οἱ ἑρμηνευταὶ διαφωνοῦσιν)· ἐς τὸ σ., κατὰ τὴν φύσιν τινός, Εὐρ. Ἀνδρ. 954· σ. ὕδωρ ἐν γάλακτι, ἀντίθ. τῷ ἐπακτόν, Ἀριστ. Μετεωρ. 4. 5, 6· τὸ μιμεῖσθαι σ. τοῖς ἀνθρώποις ὁ αὐτ. ἐν Ποιητ. 4. 2· ― τὰ σύμφυτα, φυσικαὶ ἰδιότητες ἢ ποιότητες, ὁ αὐτ. π. Ζ. Γεν. 3. 2, 15, Φυσ. 8. 2, 8· πρβλ. π. Πνεύμ. 2. 9, κἑξ. 2) μετὰ δοτ., ἔμφυτος εἴς τινα, σ. δειλία τινὶ Λυσί. 118. 31· ἀϋδρίᾳ σ. τόποις τισὶ Πλάτ. Νόμ. 844Α, τὰ ὑγρὰ σ. τοῖς ζῴοις, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὰ ὑστερογενῆ (οἷον τὸ γάλα), Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 3. 20, 2· σ. ἐμποιεῖν τινί τι Πλάτ. Φαίδων 81C. 3) μετὰ γεν., ἡδοναὶ ξ. τῶν φθόγγων ὁ αὐτ. ἐν Φιλήβῳ 51D· ἀρετὴ λογισμοῦ ξ. ὁ αὐτ. ἐν Ὅροις 413C· πρβλ. συγγενής, σύγγονος. 4) ὅμοιος ἐκ φύσεως, ἔμφυτος, ὁ αὐτ. ἐν Φαίδρῳ 246Α, πρβλ. Φίληβ. 16C. ΙΙ. ὁ ὁμοῦ ηὐξημένος, διάστασις τῶν σ. μερῶν Ἀριστ. Τοπ. 6. 6, 20, κἑξ.· σ. τῷ χιτῶνι ὁ αὐτ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 32, 4. ― Πρβλ. συμφυής.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 né avec ; inné, naturel à, gén. ou dat.;
2 de même nature, de même sorte.
Étymologie: συμφύω.
English (Slater)
σύμφυτος, -ον
1 inbred ἀνδρῶν δ' ἀτρετὰν σύμφυτον οὐ κατελέγχει (I. 3.14)
English (Strong)
from σύν and a derivative of φύω; grown along with (connate), i.e. (figuratively) closely united to: planted together.