ἐγκαινίζω: Difference between revisions

From LSJ

ἄνθρωπός ἐστι πνεῦμα καὶ σκιὰ μόνον → human being is only a breath and a shadow, man is but a breath and a shadow

Source
(big3_13)
(strοng)
Line 21: Line 21:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=<b class="num">• Morfología:</b> [fut. 3<sup>a</sup> sg. ἐγκαινιεῖ LXX <i>De</i>.20.5, ἐγκαινίσει Chrys.M.55.586]<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[renovar]] καὶ πνεῦμα εὐθὲς ἐγκαίνισον ἐν τοῖς ἐγκάτοις μου LXX <i>Ps</i>.50.12<br /><b class="num">•</b>[[reinstaurar]] βασιλείαν LXX 1<i>Re</i>.11.14<br /><b class="num">•</b>[[restaurar]] τεῖχος LXX <i>Is</i>.16.11.<br /><b class="num">2</b> [[inaugurar]], [[estrenar]] τίς ὁ [[ἄνθρωπος]] ὁ οἰκοδομήσας οἰκίαν καινὴν καὶ οὐκ ἐνεκαίνισεν αὐτήν; LXX <i>De</i>.20.5, en v. pas. χύτρα ἐγκεκαινισμένη Androm. en Gal.13.22, Archig. en Orib.8.46.16<br /><b class="num">•</b>fig. [[establecer]], [[abrir]] ([[εἴσοδος]]) ἣν ἐνεκαίνισεν ἡμῖν (ὁ Ἰησοῦς) <i>Ep.Hebr</i>.10.20, cf. 9.18, Cyr.Al.<i>Pulch</i>.40.<br /><b class="num">II</b> en relig. jud.- crist.<br /><b class="num">1</b> [[dedicar]], [[renovar]], [[consagrar]] cultos, objetos o construcciones καθαρίσαι τὰ ἅγια καὶ ἐγκαινίσαι LXX 1<i>Ma</i>.4.36, fig. ἐγκαινίσας αὐτῷ οἶκον ἐν ἑαυτῷ Origenes <i>Or</i>.24.4, en v. pas. ἐγκενήσθη (<i>sic</i>) τὸ σεπτὸν εὐκτήριον τοῦ ... μάρτυρος Οὐάρου <i>IGChOcc</i>.403 (Campania, biz.), cf. <i>IG</i> 12(5).712.58.1 (Siros, crist.), fig. σταυρέ, ὁ ἐν τῷ σώματι τοῦ Χριστοῦ ἐγκαινισθείς <i>A.Pass.Andr</i>.10, οὐ γὰρ ἔστιν [[ἄλλως]] ἐγκαινισθῆναι τὸν οἶκον ἡμῶν (e.e. τὴν ψυχήν) Gr.Nyss.<i>Pss</i>.88.12.<br /><b class="num">2</b> [[celebrar los [[ἐγκαίνια]] o fiestas de la Renovación]] del Templo entre los judíos ἐν τοσαύταις δὲ (ἡμέραις) ὁ ναὸς ἐγκαινιζόμενος Gr.Naz.M.36.433C<br /><b class="num">•</b>entre los cristianos, de la Resurrección ἐγκαινίζων τὴν [[ἐμαυτοῦ]] σωτηρίαν Gr.Naz.M.36.612B, ἐγκαίνισον τὴν ἀνάστασιν Gr.Naz.M.36.657A.<br /><b class="num">3</b> en v. med. [[renovarse]] ἐγκαινίζεσθε πρός με, νῆσοι LXX <i>Is</i>.45.16, ἐγκαινίζεσθε, καὶ τὸν παλαιὸν ἄνθρωπον ἀπορρίψαντες, ἐν καινότητι ζωῆς πολιτεύεσθε Gr.Naz.M.36.613A, οὕτως ἐγκαινίζεται [[ἄνθρωπος]] Gr.Naz.M.36.616C.
|dgtxt=<b class="num">• Morfología:</b> [fut. 3<sup>a</sup> sg. ἐγκαινιεῖ LXX <i>De</i>.20.5, ἐγκαινίσει Chrys.M.55.586]<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[renovar]] καὶ πνεῦμα εὐθὲς ἐγκαίνισον ἐν τοῖς ἐγκάτοις μου LXX <i>Ps</i>.50.12<br /><b class="num">•</b>[[reinstaurar]] βασιλείαν LXX 1<i>Re</i>.11.14<br /><b class="num">•</b>[[restaurar]] τεῖχος LXX <i>Is</i>.16.11.<br /><b class="num">2</b> [[inaugurar]], [[estrenar]] τίς ὁ [[ἄνθρωπος]] ὁ οἰκοδομήσας οἰκίαν καινὴν καὶ οὐκ ἐνεκαίνισεν αὐτήν; LXX <i>De</i>.20.5, en v. pas. χύτρα ἐγκεκαινισμένη Androm. en Gal.13.22, Archig. en Orib.8.46.16<br /><b class="num">•</b>fig. [[establecer]], [[abrir]] ([[εἴσοδος]]) ἣν ἐνεκαίνισεν ἡμῖν (ὁ Ἰησοῦς) <i>Ep.Hebr</i>.10.20, cf. 9.18, Cyr.Al.<i>Pulch</i>.40.<br /><b class="num">II</b> en relig. jud.- crist.<br /><b class="num">1</b> [[dedicar]], [[renovar]], [[consagrar]] cultos, objetos o construcciones καθαρίσαι τὰ ἅγια καὶ ἐγκαινίσαι LXX 1<i>Ma</i>.4.36, fig. ἐγκαινίσας αὐτῷ οἶκον ἐν ἑαυτῷ Origenes <i>Or</i>.24.4, en v. pas. ἐγκενήσθη (<i>sic</i>) τὸ σεπτὸν εὐκτήριον τοῦ ... μάρτυρος Οὐάρου <i>IGChOcc</i>.403 (Campania, biz.), cf. <i>IG</i> 12(5).712.58.1 (Siros, crist.), fig. σταυρέ, ὁ ἐν τῷ σώματι τοῦ Χριστοῦ ἐγκαινισθείς <i>A.Pass.Andr</i>.10, οὐ γὰρ ἔστιν [[ἄλλως]] ἐγκαινισθῆναι τὸν οἶκον ἡμῶν (e.e. τὴν ψυχήν) Gr.Nyss.<i>Pss</i>.88.12.<br /><b class="num">2</b> [[celebrar los [[ἐγκαίνια]] o fiestas de la Renovación]] del Templo entre los judíos ἐν τοσαύταις δὲ (ἡμέραις) ὁ ναὸς ἐγκαινιζόμενος Gr.Naz.M.36.433C<br /><b class="num">•</b>entre los cristianos, de la Resurrección ἐγκαινίζων τὴν [[ἐμαυτοῦ]] σωτηρίαν Gr.Naz.M.36.612B, ἐγκαίνισον τὴν ἀνάστασιν Gr.Naz.M.36.657A.<br /><b class="num">3</b> en v. med. [[renovarse]] ἐγκαινίζεσθε πρός με, νῆσοι LXX <i>Is</i>.45.16, ἐγκαινίζεσθε, καὶ τὸν παλαιὸν ἄνθρωπον ἀπορρίψαντες, ἐν καινότητι ζωῆς πολιτεύεσθε Gr.Naz.M.36.613A, οὕτως ἐγκαινίζεται [[ἄνθρωπος]] Gr.Naz.M.36.616C.
}}
{{StrongGR
|strgr=from [[ἐγκαίνια]]; to [[renew]], i.e. [[inaugurate]]: [[consecrate]], [[dedicate]].
}}
}}

Revision as of 17:46, 25 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐγκαινίζω Medium diacritics: ἐγκαινίζω Low diacritics: εγκαινίζω Capitals: ΕΓΚΑΙΝΙΖΩ
Transliteration A: enkainízō Transliteration B: enkainizō Transliteration C: egkainizo Beta Code: e)gkaini/zw

English (LSJ)

   A restore, τεῖχος LXX Is.16.11; βασιλείαν 1 Ki.11.14; make afresh ὁδόν Ep.Hebr.10.20; consecrate, inaugurate, οἶκον Κυρίου LXX 3 Ki.8.63:—Pass., Ep.Hebr.9.18, IG12(5).712.58 (Syros); χύτρα -ισμένα Archig. ap. Orib. 8.46.4.    II innovate, prob. in PPar.16.24 (ii B.C.).

German (Pape)

[Seite 704] erneuern, einweihen, LXX., N. T.; ἄγαλμα ἐγκαινίσαι τῷ θεῷ Poll. 1, 11.

Greek (Liddell-Scott)

ἐγκαινίζω: ἀνανεώνω, Εὐστ. Πονημάτ. 277. 84. ΙΙ. ἀφιερώνω, καθιερώνω, Ἑβδ. (Βασιλ. Α, ια΄, 14, κ. ἀλλ.). - Παθ., Ἐπιστ. π. Ἑβρ. θ΄, 18· προσέτι ἐγκαινιάζομαι Συλλ. Ἐπιγρ. 8660.

French (Bailly abrégé)

1 faire nouvellement;
2 restaurer;
3 renouveler ; consacrer, inaugurer.
Étymologie: ἐν, καινός.

Spanish (DGE)

• Morfología: [fut. 3a sg. ἐγκαινιεῖ LXX De.20.5, ἐγκαινίσει Chrys.M.55.586]
I 1renovar καὶ πνεῦμα εὐθὲς ἐγκαίνισον ἐν τοῖς ἐγκάτοις μου LXX Ps.50.12
reinstaurar βασιλείαν LXX 1Re.11.14
restaurar τεῖχος LXX Is.16.11.
2 inaugurar, estrenar τίς ὁ ἄνθρωπος ὁ οἰκοδομήσας οἰκίαν καινὴν καὶ οὐκ ἐνεκαίνισεν αὐτήν; LXX De.20.5, en v. pas. χύτρα ἐγκεκαινισμένη Androm. en Gal.13.22, Archig. en Orib.8.46.16
fig. establecer, abrir (εἴσοδος) ἣν ἐνεκαίνισεν ἡμῖν (ὁ Ἰησοῦς) Ep.Hebr.10.20, cf. 9.18, Cyr.Al.Pulch.40.
II en relig. jud.- crist.
1 dedicar, renovar, consagrar cultos, objetos o construcciones καθαρίσαι τὰ ἅγια καὶ ἐγκαινίσαι LXX 1Ma.4.36, fig. ἐγκαινίσας αὐτῷ οἶκον ἐν ἑαυτῷ Origenes Or.24.4, en v. pas. ἐγκενήσθη (sic) τὸ σεπτὸν εὐκτήριον τοῦ ... μάρτυρος Οὐάρου IGChOcc.403 (Campania, biz.), cf. IG 12(5).712.58.1 (Siros, crist.), fig. σταυρέ, ὁ ἐν τῷ σώματι τοῦ Χριστοῦ ἐγκαινισθείς A.Pass.Andr.10, οὐ γὰρ ἔστιν ἄλλως ἐγκαινισθῆναι τὸν οἶκον ἡμῶν (e.e. τὴν ψυχήν) Gr.Nyss.Pss.88.12.
2 [[celebrar los ἐγκαίνια o fiestas de la Renovación]] del Templo entre los judíos ἐν τοσαύταις δὲ (ἡμέραις) ὁ ναὸς ἐγκαινιζόμενος Gr.Naz.M.36.433C
entre los cristianos, de la Resurrección ἐγκαινίζων τὴν ἐμαυτοῦ σωτηρίαν Gr.Naz.M.36.612B, ἐγκαίνισον τὴν ἀνάστασιν Gr.Naz.M.36.657A.
3 en v. med. renovarse ἐγκαινίζεσθε πρός με, νῆσοι LXX Is.45.16, ἐγκαινίζεσθε, καὶ τὸν παλαιὸν ἄνθρωπον ἀπορρίψαντες, ἐν καινότητι ζωῆς πολιτεύεσθε Gr.Naz.M.36.613A, οὕτως ἐγκαινίζεται ἄνθρωπος Gr.Naz.M.36.616C.

English (Strong)

from ἐγκαίνια; to renew, i.e. inaugurate: consecrate, dedicate.