παράδοσις: Difference between revisions
Ῥᾷον παραινεῖν ἢ παθόντα καρτερεῖν → Patientiam suadere facile, non pati → Es spricht sich leichter zu, als stark zu sein im Leid
(eksahir) |
(strοng) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{eles | {{eles | ||
|esgtx=[[captación]], [[proceso de obtención]] | |esgtx=[[captación]], [[proceso de obtención]] | ||
}} | |||
{{StrongGR | |||
|strgr=from [[παραδίδωμι]]; [[transmission]], i.e. (concretely) a [[precept]]; [[specially]], the Jewish traditionary [[law]]: [[ordinance]], [[tradition]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 17:49, 25 August 2017
English (LSJ)
εως, ἡ,
A handing down, bequeathing, transmission, τοῦ σκήπτρου Th.1.9; handing over, transfer, ἡ π. τῶν χρημάτων Arist.Pol.1309a10, cf. Pl. Lg.915d; σίτου, etc., POxy.1257.3 (iii A. D.), etc.; τῆς βασιλείας Plu. Comp.Lyc.Num.1; ἐν παραδόσει παραλαμβάνειν ἀεί, of a reserve fund, IG11 (2).161 A126 (Delos, iii B. C.). 2 transmission of legends, doctrines, etc., tradition, διδασκαλία καὶ π. Pl.Lg.803a; πραγματεῖαι αἱ ἐκ π. ηὐξημέναι Arist. SE184b5; ἐν παραδόσει ἔχειν τι Plb.12.6.1, etc.; treatment, exposition, ὅπως πᾶσιν εὐπαρακολούθητος γένηται ἡ π. Hero Bel.73.12; ἡ βοτανικὴ π. the subject of botany, Dsc.Praef.1; παραδόσεις καὶ παραγγελίαι Phld.Rh.1.78 S.; σύντομος π. succinct account, Ammon.in Porph.38.10. b in military sense, transmission of orders, Ael.Tact.21.2. 3 that which is handed down or bequeathed, tradition, doctrine, teaching, ἡ π. τῶν πρεσβυτέρων Ev.Matt.15.2, Ev.Marc.7.3, etc.; αἱ π. τῶν θεῶν καὶ τῶν θείων ἀνδρῶν Dam.Pr.265: also in Gramm., Ἑλληνικὴ π. A.D.Conj.213.13, cf. 19 (pl.); in textual criticism, defined as ἡ τῶν γραμματικῶν μαρτυρία, EM815.18; so παρὰ τὴν π. γράφειν Demetr.Lac.Herc.1012.34, cf. EM240.4, al. II surrender, πόλεως Th.3.53; ἐκ παραδόσεως, opp. κατὰ κράτος, Plb.9.25.5; giving up to punishment or torture, Isoc.17.16; π. ἐπὶ θανάτῳ D.H.7.36. 2 Astrol., handing over, τῶν χρόνων Vett.Val.141.4.
German (Pape)
[Seite 477] ἡ, Uebergeben, Ueberlieferung; τοῦ σκήπτρου, Thuc. 1, 9; ξενική, an einen Fremden, Plat. Legg. XI, 915 d; πόλεως, Thuc. 3, 53; πολλὰς πόλεις εἰληφότας τὰς μὲν κατὰ κράτος, τὰς δὲ ἐκ παραδόσεως, Pol. 9, 25, 5, u. öfter, u. Sp. – Verbreitung einer Sage, einer Erzählung, Tradition, εἰς μνήμην ἄγειν καὶ παράδοσιν τοῖς ἐπιγενομένοις, Pol. 2, 35, 5; ἐν παραδόσει ἔχειν, überkommen, überliefert erhalten haben, 12, 6, 1; auch die Lehre, Unterricht, wie Plat. defin. 416 παίδευσις παιδείας παράδοσις; καὶ διδασκαλία, Legg. VII, 803 a; Pol. ἡ παρὰ τῶν ἐμπείρων παρ., 11, 8, 2; Sp., wie N. T.; auch der Inhalt des Ueberlieferten, die Lehre. – Bes. bei den Gramm. der überlieferte Text, oft in den Scholl. Hom.
Greek (Liddell-Scott)
παράδοσις: ἡ, (παραδίδωμι) τὸ παραδιδόναι τοῖς μετέπειτα, τὸ καταλείπειν ὡς κληρονομίαν, ἡ κληρονομικὴ μεταβίβασις, τοῦ σκήπτρου (ἐν ἀναφορᾷ πρὸς τὰ ἐν Ἰλ. Β. 101 κἑξ.) Θουκ. 1. 9· τὸ παραδιδόναι, ἐγχειρίζειν, ἡ π. τῶν χρημάτων Ἀριστ. Πολιτικ. 5. 7, 11, πρβλ. Πλάτ. Νόμ. 915D· τῆς βασιλείας Πλουτ. Λυκούργ. κ. Νουμ. Σύγκρ. 1. 2) ἡ μετάδοσις διηγήσεων, διδασκαλιῶν, κτλ., διδασκαλία, παράδοσις, Πλάτ. Νόμ. 803Α· πραγματεῖαι αἱ ἐκ π. ηὐξημέναι Ἀριστ. π. Σοφιστ. Ἐλέγχ. 33. 18· ἐν παραδόσει ἔχειν τι Πολύβ. 12. 6, 1, κλ.· ἡ βοτανικὴ παρ., ἡ βοτανικὴ διδασκαλία, ἡ ὑπόθεσις τῆς βοτανικῆς, Διοσκορ. προοίμ. 3) τὸ οὕτω παραδοθὲν ἢ κληροδοτηθὲν τοῖς μετέπειτα, παράδοσις, Εὐαγγ. κ. Ματθ. ιε΄, 2, κ. Μάρκ. ζ΄, 3, κλ.· - ἐπὶ βιβλίου, τὸ κατὰ παράδοσιν κείμενον, Ἐτυμολ. Μέγ. 815. 18. ΙΙ. τὸ παραδιδόναι εἰς χεῖράς τινος, πόλεως Θουκ. 3. 53· ἐκ παραδόσεως ἀντίθ. τῷ κατὰ κράτος, Πολύβ. 9. 25, 5· - ἡ εἰς τιμωρίαν ἢ βασανισμὸν παράδοσις, Ἰσοκρ. 361Ε· π. ἐπὶ θανάτῳ Διον. Ἁλ. 7. 36
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
1 transmission par succession;
2 remise, livraison : πόλεως THC reddition d’une ville.
Étymologie: παραδίδωμι.
Spanish
captación, proceso de obtención
English (Strong)
from παραδίδωμι; transmission, i.e. (concretely) a precept; specially, the Jewish traditionary law: ordinance, tradition.