κατηγορία: Difference between revisions

From LSJ

Ῥᾷον παραινεῖν ἢ παθόντα καρτερεῖν → Patientiam suadere facile, non pati → Es spricht sich leichter zu, als stark zu sein im Leid

Menander, Monostichoi, 471
(Bailly1_3)
(strοng)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br /><b>1</b> accusation;<br /><b>2</b> <i>t. de log.</i> prédicat ; <i>particul.</i> affirmation, prédicat affirmatif ; catégorie, prédicament Arstt;<br /><b>3</b> <i>t. de gramm.</i> attribut.<br />'''Étymologie:''' [[κατήγορος]].<br /><i><b>Ant.</b></i> 2) [[στέρησις]].
|btext=ας (ἡ) :<br /><b>1</b> accusation;<br /><b>2</b> <i>t. de log.</i> prédicat ; <i>particul.</i> affirmation, prédicat affirmatif ; catégorie, prédicament Arstt;<br /><b>3</b> <i>t. de gramm.</i> attribut.<br />'''Étymologie:''' [[κατήγορος]].<br /><i><b>Ant.</b></i> 2) [[στέρησις]].
}}
{{StrongGR
|strgr=from [[κατήγορος]]; a [[complaint]] ("[[category]]"), i.e. [[criminal]] [[charge]]: [[accusation]] (X -ed).
}}
}}

Revision as of 17:50, 25 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατηγορία Medium diacritics: κατηγορία Low diacritics: κατηγορία Capitals: ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ
Transliteration A: katēgoría Transliteration B: katēgoria Transliteration C: katigoria Beta Code: kathgori/a

English (LSJ)

Ion. -ιη, ἡ,

   A accusation, Hdt.6.50, etc.; opp. αἰτία (expostulation), Th.1.69; opp. ἔπαινος, ib.84; opp. ἀπολογία Arist.Rh.1358b11; τὴν κ. ποιεῖσθαι Antipho 6.10, And.1.6; ὡς ὑβρίζοντος κ. ἐποιοῦντο X.An.5.8.1; κ. ἐγένοντο πολλαὶ τῶν Ἀθηναίων charges were made against... Id.HG2.1.31; κατηγορίαι κατά τινος γεγόνασιν Isoc.5.147; εἰ . . ἐπὶ τοῖς πεπραγμένοις κατηγορίας ἔχω I am liable to accusation, D.18.240.    II in Logic, predication, Arist.Metaph.1007a35, etc.: pl., Id.APo.84a1; esp. affirmative predication, opp. στέρησις, Id.APr.52a15; ἄπορον ἐν κ. Stoic.2.93.    2 predicate, Arist.Metaph.1004a29, 1028a28, al., Epicur.Ep.1p.23U., etc.    3 more freq., category, head of predicables, Arist.Top.103b20 (ten), APo.83b16, Ph.225b5 (eight), Metaph.1068a8 (seven), cf.EN 1096a29.

German (Pape)

[Seite 1400] ἡ, 1) Vorwurf, Beschuldigung, Anklage; κατηγορία μὲν οὐδεμία προετέθη Thuc. 3, 52, von αἰτία unterschieden; auf die ἐχθροὶ ἀδικήσαντες bezogen, 1, 69; κατηγορίαν ποιεῖσθαι, anklagen, Xen. An. 5, 8, 1; πολλαὶ κατηγορίαι κατ' αὐτῆς γεγόνασι Isocr. 5, 147; τινός, Xen. Hell. 2, 1, 31. – 2) übh. was man von einem Subjekt aussagt, Prädikatbestimmung, Arist. u. Folgde, die Kategorieen.

Greek (Liddell-Scott)

κατηγορία: Ἰων. -ίη, ἡ, ἀγόρευσις τὸ νὰ λέγῃ τις κατά τινος, ἰδίως ἐνώπιον δικαστῶν, ἀντίθ. τῷ ἀπολογία, Ἡρόδ. 6. 50, Ἀντιφῶν 142. 25, Ἀνδοκ. 1. 32, Θουκ. 3, 52, κτλ.· ἀντίθ. τῷ αἰτία (παράπονον), ὁ αὐτ. 1. 69·― κ. γίγνεταί τινος, ἐναντίον τινός, ὡς παθητ. τοῦ κ. ποιεῖσθαι, ὡς καὶ τὸ κ. ἔχω…, Ξεν. Ἑλλ. 2. 1, 31· κατά τινος Ἰσοκρ. 112Α· κατ. ποιεῖσθαι Ξεν. Ἀν. 5. 8, 1· εἰ… ἐπὶ τοῖς πεπραγμένοις κατηγορίας ἔχω (κατηγοροῦμαι), ὑπόκειμαι εἰς κατηγορίαν, Δημ. 307. 8. ΙΙ. ἐν τῇ λογικῇ ἐνίοτε, = κατηγόρημα ΙΙ, τὸ κατηγορούμενον ἢ δυνάμενον νὰ χρησιμεύσῃ ὡς κατηγορούμενον (τοῦ ὑποκειμένου), Ἀριστ. Ἀναλυτ. Ὕστ. 1. 22, 8, Μετὰ τὰ Φυσ. 3. 4, 23, κ. ἀλλ.· ἀλλά, 2) συνηθέστερον κατηγορίακατηγόρημα σημαίνει τὰς ἰδιότητας, ὧν ἄνευ οὐδὲν πρᾶγμα νοεῖται· τοιαύτας δὲ κατηγορίας ἢ πράξεις ὁ Ἀριστ. ἀριθμεῖ δέκα, Κατηγ. 4. 1, Τοπ. 1. 9, 1· ἀλλὰ ἐλαττοῖ τὸν ἀριθμὸν εἰς ὀκτώ, Ἀναλυτ. Ὕστ. 1. 22, 8, Φυσ. 5. 1, 13, πρβλ. Μετὰ τὰ Φυσ. 10. 12, 1· ἀλλαχοῦ δὲ ἔχει μικρότερον ἔτι ἀριθμόν, ἴδε Ἠθ. Ν. 1. 6, 3.― Αἱ κατηγορίαι εἶνε ταξινόμησις τῶν τρόπων καθ’ οὓς δύναται νὰ λεχθῇ τι περὶ τοῦ ὑποκειμένου, εἶνε δηλ. ταξινόμησις τῶν παρὰ τοῖς γραμματ. καλουμένων μερῶν τοῦ λόγου, οὐσιαστ., ἐπίθ., ῥῆμ., ἐπίρρ., μετά τινων ὑποδιαιρέσεων· καὶ ἡ κατ’ ἀριθμὸν διαφορὰ προκύπτει κυρίως ἐκ τοῦ ῥήματος, ὅπερ θεωρεῖται ὡς μία κατηγορία (ὅταν σημαίνῃ κίνησιν), ἢ ὡς δύο (ὅταν σημαίνῃ ἐνέργειαν καὶ πάθος), ἢ ὡς τέσσαρες (ὅταν σημαίνῃ ἐνέργειαν, πάθος, ἀμετάβατον ἐνέργειαν καὶ κατάστασιν), ἴδε Bonitz Indic. Ἀριστ. σ. 378.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
1 accusation;
2 t. de log. prédicat ; particul. affirmation, prédicat affirmatif ; catégorie, prédicament Arstt;
3 t. de gramm. attribut.
Étymologie: κατήγορος.
Ant. 2) στέρησις.

English (Strong)

from κατήγορος; a complaint ("category"), i.e. criminal charge: accusation (X -ed).