συμπαραλαμβάνω: Difference between revisions

From LSJ

ἐν οἰκίᾳ τυφλῶν καὶ ὁ νυκτάλωψ ὀξυδερκήςeven the day-blind is sharp-eyed in a blind house | among the blind, the one-eyed man is king

Source
(Bailly1_5)
(strοng)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=recevoir <i>ou</i> prendre en outre ensemble.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[παραλαμβάνω]].
|btext=recevoir <i>ou</i> prendre en outre ensemble.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[παραλαμβάνω]].
}}
{{StrongGR
|strgr=from [[σύν]] and [[παραλαμβάνω]]; to [[take]] [[along]] in [[company]]: [[take]] [[with]].
}}
}}

Revision as of 17:51, 25 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συμπαραλαμβάνω Medium diacritics: συμπαραλαμβάνω Low diacritics: συμπαραλαμβάνω Capitals: ΣΥΜΠΑΡΑΛΑΜΒΑΝΩ
Transliteration A: symparalambánō Transliteration B: symparalambanō Transliteration C: symparalamvano Beta Code: sumparalamba/nw

English (LSJ)

   A take along with one, take in as an adjunct or assistant, κοινωνόν τι σ. Pl.Phd.65b, cf. 84d, La.179e, Act.Ap.15.37; τινὰ ἑαυτῷ BGU226.12 (i A.D.); σ. τὴν ἐκτὸς εὐετηρίαν include in their account, Arist.EN1098b26; τὰς τῶν προτέρων δόξας Id. de An.403b22; τὰ ὁμολογούμενα Thphr.CP5.3.7; σ. τοὺς ἐκτὸς τῆς πολιτείας adopt as partisans, Arist.Pol.1304a16; call in for advice, φίλους Phld.Oec. p.72J.; in receipts, aor. συνπαρέλαβα received also by me, PRyl.189.8 (ii A.D.):—Pass., to be invited, Anticl. ap. Ath.4.157f, Ph.1.328, J.AJ15.2.7; σ. ἐπὶ τὰ πράγματα to be called into counsel, D.H.7.55; to be incidentally involved, Phld.Lib.p.29O.; to be called in to help, Sor.2.15.

German (Pape)

[Seite 984] (s. λαμβάνω), mit dazu an- od. aufnehmen, Plat. Phaed. 65 a Lach. 179 e u. Sp., wie Pol. 2, 10, 1.

Greek (Liddell-Scott)

συμπαραλαμβάνω: παραλαμβάνω μετ’ ἐμαυτοῦ, λαμβάνω ὡς μέτοχον ἢ βοηθόν, προσλαμβάνω, περιλαμβάνω, κοινωνόν τι σ. Πλάτ. Φαίδων 65Α, πρβλ. 84D, Λάχ. 179Ε· σ. τὴν ἐκτὸς εὐετηρίαν, περιλαμβάνω εἰς τὸν ὑπολογισμόν, Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 1. 8. 6· τὰς τῶν προτέρων δόξας ὁ αὐτ. περὶ Ψυχ. 1. 2, 1. σ. τοὺς ἐκτὸς τῆς πολιτείας, περιλαμβάνω εἰς τοὺς ἔχοντας δικαίωμα ἐκλογῆς, ὁ αὐτ. ἐν Πολιτικ. 5. 4, 7. ― Παθ., προσκαλοῦμαι, Ἀντικλείδης παρ’ Ἀθην. 157F· σ. ἐπὶ τὰ πράγματα, καλοῦμαι νὰ δώσω γνώμην, Διον. Ἁλ. 7. 55.

French (Bailly abrégé)

recevoir ou prendre en outre ensemble.
Étymologie: σύν, παραλαμβάνω.

English (Strong)

from σύν and παραλαμβάνω; to take along in company: take with.