ἐπίθεσις: Difference between revisions

From LSJ

ἀσκέειν, περὶ τὰ νουσήματα, δύο, ὠφελέειν, ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm

Source
(Bailly1_2)
(strοng)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=εως (ἡ) :<br /><b>I.</b> action de poser sur, <i>d’où</i><br /><b>1</b> <i>au propre</i> application (d’un enduit);<br /><b>2</b> action d’appliquer <i>ou</i> d’attribuer à, application d’épithète;<br /><b>II.</b> action de mettre la main sur, de s’attaquer à : τινι à qqn <i>ou</i> à qch.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπιτίθημι]].
|btext=εως (ἡ) :<br /><b>I.</b> action de poser sur, <i>d’où</i><br /><b>1</b> <i>au propre</i> application (d’un enduit);<br /><b>2</b> action d’appliquer <i>ou</i> d’attribuer à, application d’épithète;<br /><b>II.</b> action de mettre la main sur, de s’attaquer à : τινι à qqn <i>ou</i> à qch.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπιτίθημι]].
}}
{{StrongGR
|strgr=from [[ἐπιτίθημι]]; an [[imposition]] (of hands [[officially]]): laying (putting) on.
}}
}}

Revision as of 17:51, 25 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπίθεσις Medium diacritics: ἐπίθεσις Low diacritics: επίθεσις Capitals: ΕΠΙΘΕΣΙΣ
Transliteration A: epíthesis Transliteration B: epithesis Transliteration C: epithesis Beta Code: e)pi/qesis

English (LSJ)

εως, ἡ,

   A setting on its base, τοῦ ἀνδριάντος CIG3124 (Teos).    2. laying or putting on, opp. ἀφαίρεσις, Arist.Juv.470a11; τῶν χειρῶν Act.Ap.8.18, etc.; application, περιχρίστων Plu.2.102a, cf. Luc.DDeor.13.1 (prob.).    3. application of epithets, τὰς ἐ. ποιεῖσθαι Arist.Rh.1405b22.    4. imposition of increased burdens, Cat.Cod.Astr.7.134.    II. (from Med.) setting upon, attack, Antipho 2.2.13; ἐ. γίγνεταί τινι X.An.4.4.22; ἡ Περσῶν ἐ. τοῖς Ἕλλησι Pl.Lg.698b; τῶν ἐ. αἱ μὲν ἐπὶ τὸ σῶμα γίγνονται τῶν ἀρχόντων attempts, Arist.Pol.1311a31; ἐ. συστῆσαι ἐπί τινα ib.1306b35; ποιεῖσθαι ib.1312a20; λῃστῶν PPetr.3p.60 (iii B.C., prob.); κατά τινος D.H.5.7; ἡ διὰ τοῦ πυρὸς ἐ. τοῖς ἔργοις Plb.1.45.2; of disease, aggravated attack, Sor.2.49 (pl.).    2. c. gen., attempt to gain, τῆς τυραννίδος D.S.13.92, etc.    3. small urn placed on a σορός, IGRom.4.1284 (Thyatira).    4. imposture, deception, Aq.Pr.11.1, al.    5. Pythag. name for two, Hsch.

German (Pape)

[Seite 942] ἡ, 1) das Darauflegen; χειρῶν N. T.; von Heilmitteln, ἡ τῶν ἔξωθεν ἐπιχρίστων ἐπίθ. Plut. consol. ad Apoll. A.; – der Zusatz, das Beiwort, Arist. rhet. 3, 2, 14. – 2) (ἐπιτίθεσθαι), der Angriff; μή τις ἐπίθεσις γένοιτο τοῖς καταλελειμμένοις Xen. An. 4, 4, 22; ἡ Περσῶν ἐπίθεσις τοῖς Ἕλλησιν Plat. Legg. III, 698 b; Folgde; ἐπί τι, Arist. pol. 5, 10; ἐπίθεσιν κατά τινος ποιεῖσθαι D. Hal. 5, 7; übh. das Anfassen, Unternehmen, ἡ διὰ τοῦ πυρὸς ἐπίθεσις τοῖς ἔργοις Pol. 1, 45, 2; Plut. u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπίθεσις: -εως, ἡ, (ἐπιτίθημι) ἡ ἐπὶ τῆς βάσεως τοποθέτησις, τοῦ ανδριάντος Συλλ. Ἐπιγρ. 3124:-τὸ ἐπιτιθέναι, κυρίως ἐπὶ τῶν χειρῶν, ἰδὼν δὲ ὁ Σίμων ὅτι διὰ τῆς ἐπιθέσεως τῶν χειρῶν τῶν ἀποστόλων δίδοται τὸ πνεῦμα τὸ ἅγιον Πράξ. Ἀποστ. η΄, 18, κτλ.· διὰ τῆς τῶν ἔξωθεν ἐπιχρίστων (περιχρίστων ἐν ἐκδ. Βερναρδάκη) ἐπιθέσεως Πλούτ. 2. 102Α. 2) προσθήκη, πρόσθεσις, ἀντίθετον τῷ ἀφαίρεσις, Ἀριστ. π. Νεωτ. κτλ. 5, 11. 3) ἐπίθεσις ἐπιθέτων, Ἀριστ. Ρητ. 3. 2, 14. ΙΙ. (ἐκ τοῦ Μέσ. ἐπιτίθεμαι) ἐπίθεσις κατά τινος, ὡς καὶ νῦν, προσβολή, ἐφόρμησις, Ἀντιφῶν 117. 41· γίγνεταί τινι Ξεν. Ἀν. 4. 4, 22· ἡ Περσῶν ἐπ. τοῖς Ἕλλησι Πλάτ. Νόμ. 698Β· τῶν ἐπιθέσεων αἱ μὲν ἐπὶ τὸ σῶμα γίγνονται τῶν ἀρχόντων Ἀριστ. Πολιτικ. 5. 10, 14· ἐπ. συστῆσαι ἐπὶ τινι αὐτόθι 5. 7, 3· ποιεῖσθαι αὐτόθι 5. 10, 25· κατά τινος Διον. Ἀλ. 5. 7· τοῖς ἔργοις Πολύβ. 1. 45, 2. 2) μετὰ γεν., ἀπόπειρα πρὸς κτῆσιν πράγματός τινος, τῆς τυραννίδος Διόδ. 13. 92, κτλ. 3) = ἐπίθεμα, κάλυμμα, σκέπασμα, Συλλ. Ἐπιγρ. 3516. 4) ἐξαπάτησις, ἀπάτη, δόλος, Ἀκύλ. ἐν Ψαλμ. ΜΒ΄, 1, ΝΔ΄. 12, Παροιμ. ΙΑ΄, 1, ΙΔ΄, 8· πρβλ. ἐπιθέτης.- Καθ’ Ἡσύχ. «ἐπίθεσις· ὁ τῶν δύο ἀριθμὸς παρὰ τοῖς Πυθαγορικοῖς».

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
I. action de poser sur, d’où
1 au propre application (d’un enduit);
2 action d’appliquer ou d’attribuer à, application d’épithète;
II. action de mettre la main sur, de s’attaquer à : τινι à qqn ou à qch.
Étymologie: ἐπιτίθημι.

English (Strong)

from ἐπιτίθημι; an imposition (of hands officially): laying (putting) on.