σεμνός: Difference between revisions
Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil
(eksahir) |
(strοng) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{eles | {{eles | ||
|esgtx=[[sagrado]] | |esgtx=[[sagrado]] | ||
}} | |||
{{StrongGR | |||
|strgr=from [[σέβομαι]]; [[venerable]], i.e. honorable: [[grave]], [[honest]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 17:52, 25 August 2017
English (LSJ)
ή, όν, (σέβομαι)
A revered, august, holy: I prop. of gods, e.g. Demeter, h.Cer.1,486; Hecate, Pi.P.3.79; Thetis, Id.N.5.25; Apollo, A.Th.800; Poseidon, S.OC55; Pallas Athena, ib.1090 (lyr.); at Athens the Erinyes were specially the σεμναὶ θεαί, Id.Aj.837, OC 90,458, Ar.Eq.1312, Th.224, Th.1.126, Autocl. ap. Arist.Rh.1398b26; or simply Σεμναί, A.Eu.383 (lyr.), 1041 (lyr.), E.Or.410; τὸ σ. ὄνομα their name, S.OC41; σ. βάθρον the threshold of their temple, ib.100; σ. τέλη their rites, ib. 1050 (lyr.). 2 of things divine, ὄργια σ. h.Cer.478, S.Tr.765; θέμεθλα δίκης Sol.4.14; ὑγίεια Simon.70; θυσία Pi.O.7.42; σ. ἄντρον the cave of Cheiron, Id.P.9.30, cf. O.5.18; σ. δόμος the temple of Apollo, Id.N.1.72; παιάν A.Pers.393; σέλμα σ. ἡμένων, of the Olympian gods, Id.Ag.183 (lyr.); σ. ἔργα, of the gods, Id.Supp.1037 (lyr.); μυστήρια S.Fr.804, E.Hipp.25; τέρμων οὐρανοῦ ib.746; σ. βίος devoted to the gods, Id.Ion 56; σεμνὰ φθέγγεσθαι, = εὔφημα, A.Ch.109 (v.l.), cf. Ar.Nu.315,364; ἦ πού τι σ. ἔστιν ὃ ξυναμπέχεις; A.Pr.521; τὸ σ. holiness, D.21.126. II of human or half-human beings, reverend, august, ἐν θρόνῳ σεμνῷ σεμνὸν θωκέοντα Hdt.2.173, cf. A.Ch.975, E.Supp.384, al.; σ. θάλος Ἀλκαϊδᾶν Pi.O.6.68; τὸ σχῆμα σεμνὸς κοὐ ταπεινός E.Fr.688; αἱ φαυλότεραι . . παρὰ τὰς σεμνὰς καθεδοῦνται beside the great ladies, Ar.Ec.617, cf. Isoc.3.42; οἱ σεμνότατοι ἐν ταῖς πόλεσιν Pl.Phdr.257d; ἄνθρωπος οὐ σ., i.e. a nobody, Ar.Fr.52D.; opp. χαῦνος, Pl.Sph.227b (Comp.); opp. κομψός, X.Oec.8.19; σεμνὸς οὐ προσώπου συναγωγαῖς ἀλλὰ βίου κατασκευαῖς Isoc.9.44: c. dat., revered by . ., σ. πόλει Riv.Fil.57.379 (Crete); also, worthy of respect, honourable, 1 Ep.Ti.3.8, 11, Ep.Phil. 4.8. 2 of human things, august, stately, majestic, θᾶκοι A.Ag. 519; ἱμάτια Ar.Pl.940, cf. Ra.1061 (Comp.); ταφή X.HG3.3.1; πράγματα, ἔργα, Ar.V.1472, Isoc.12.213; σεμνοτέραν τὴν πόλιν ποιῆσαι Is.5.45; οἰκία τοῦ γείτονος οὐδὲν σεμνοτέρα D.3.26, cf. 29; ψεύδεσι [τοῦ Ὁμήρου] σ. ἔπεστί τι Pi.N.7.22; λεγόντων . . περὶ αὐτοῦ σ. λόγους Hdt.7.6; of Tragedy, Pl.Grg.502b; of style, Arist.Po.1458a21, cf.Rh. 1404b8 (Comp.); of certain metres, ib.1408b32; ἐπὶ τὸ σ. μιμεῖσθαι to imitate it in its noble qualities, Pl.Lg.814e; σ. τι λέγειν, πράσσειν, Id.R.382b, E.Tr.447; σεμνὰ ἄττα μεμαθηκότας Pl.Ep.342a; οὐδὲν σ. nothing very wonderful, Arist.EN1146a15; so τί ἂν εἴη τὸ σ. (sc. τοῦ νοῦ); Id.Metaph.1074b18; worthy of respect, E.IA996; σεμνόν ἐστι, c. inf., 'tis a noble, fine thing to... Pl.Cra.392a, Isoc.Ep.9.5. 3 metaph., σ. βρῶμα a noble dish, Aristopho 7, cf. Archestr.Fr.20; σ. ὀσμή Mnesim.4.60, etc. III in bad sense, proud, haughty, τὰ σέμν' ἔπη S.Aj.1107; σεμνότερος καὶ φοβερώτερος And.4.18; τὸ σ. haughty reserve, E.Hipp.93, cf. Med.216. 2 in contempt or irony, solemn, pompous, σ. καὶ ἅγιον Pl.Sph.249a; τί σεμνὸν καὶ πεφροντικὸς βλέπεις; look grave and solemn, E.Alc.773; τὸ σ. ἄγαν καὶ τραγικόν Arist.Rh.1406b7: very freq. in Com., ἀνελκτοῖς ὀφρύσι σεμνός Cratin. 355; ὡς σ. οὑπίτριπτος how grand the rascal is! Ar.Pl.275; ὡς σ. ὁ κατάρατος Id.Ra.178; λόγοι σ. Id.V.1175; σεμνὸς σεμνῶς χλανίδ' ἕλκων Ephipp.19. IV Adv. -νῶς A.Supp.193, E.Ion 1133, Ar.V.585, etc.; ὥσπερ κοχλίας σεμνῶς ἐπηρκὼς τὰς ὀφρῦς, of Plato, Amphis 13; σεμνῶς κεκοσμημένος X.Cyr.6.1.6, etc.; περὶ εὐτελῶν σ. λέγειν Arist.Rh.1408a13: Comp. -ότερον X.Mem.3.5.20: Sup. -ότατα Plb.15.31.7.
German (Pape)
[Seite 871] (σέβομαι), ehrwürdig, verehrt, heilig; ursprünglich nur von Göttern u. ihnen angehörigen, geweihten Dingen; H. h. 12, 1. 28, 5. 30, 16; Θέτις, Pind. N. 5, 25; Χάριτες, Ol. 14, 8; σεμνὰ θεός, P. 3, 79, die Rhea. – In Athen heißen vorzugsweise σεμναὶ θεαί euphemistisch die Eumeniden, Aesch. Eum. 361. 993 Soph. El. 112 Ai. 824, vgl. O. C. 90. 459; Eur. Or. 410; Thuc. 1, 126; vgl. Br. Ar. Th. 224 Jac. A. P. p. 961; nicht Demeter u. Kora, Mein. Men. p. 346. – Ἄντρον, von der Höhle des Cheiron, Pind. P. 9, 30, wie Ol. 5, 18 die Höhle, in welcher Zeus erzogen wurde; δόμος, Tempel des Zeus, N. 1, 72; vgl. Θεάριον, N. 3, 69; θυσία, Ol. 7, 42, u. öfter; Tragg.: ὁ σεμνὸς ἑβδομαγέτας ἄναξ Ἀπόλλων, Aesch. Spt. 782; Ποσειδῶν, Soph. O. C. 55; Ἀθάνα, 1092; ὄργια, Tr. 762, u. öfter; Ζεύς, Eur. I. T. 749, u. öfter μυστήρια, Hipp. 25; λόγοι, von Orakeln, Her. 7, 6. – Auch von Menschen und Sachen, ehrwürdig, παιᾶν' ἐφύμνουν σεμνόν, Aesch. Pers. 385; bes. von Herrschern, σεμνοὶ μὲν ἦσαν ἐν θρόνοις τόθ' ἥμενοι, Ch. 969; σεμνὸς προσίκτωρ, Eum. 419; σεμνῷ τυράννῳ Καδμείων, Eur. Suppl. 384; ἱμάτια, Ar. Plut. 940 Ran. 1059; σεμνόν τι περιτιθέναι τινί, schmücken, Xen. Cyr. 4, 5, 54; und adv., σεμνῶς κεκοσμημένος, prächtig, 6, 1, 6; auch σεμνῶς προεστάναι τινός, mit Würde, 8, 1, 43. – Auch tadelnd, vornehm thuend, prunkend, stolz, ὑπερήφανος, Phot.; τὰ σέμν' ἔπη κόλαζ' ἐκείνους, Soph. Ai. 1086; vgl. Eur. Hipp. 93 Med. 210; τί σεμνὸν καὶ πεφροντικὸς βλέπεις, Alc. 776; λόγοι, Ar. Vesp. 1174. – Plat. vrbdt σεμνὸν καὶ ἅγιον νοῦν, Soph. 249 a; ἡ σεμνὴ καὶ θαυμαστὴ ἡ τῆς τραγῳδίας ποίησις, Gorg. 502 a; οἱ μέγιστον δυνάμενοί τε καὶ σεμνότατοι ἐν ταῖς πόλεσιν, Phaedr. 257 d, u. sonst, gew. in gutem Sinne; u. adv., ἑαυτὸν δὴ λέγων μάλα σεμνῶς καὶ ἐγκωμιάζων, Phaedr. 258 a, vgl. Conv. 199 a; anständig, πορεύεσθαι, neben ἐλευθέρως, Rep. VIII, 563 c. Im Ggstz von ὁμιλητικός, Isocr. 1, 30, vgl. 2, 34; τὰ βασιλικώτατα καὶ σεμνότατα τῶν ἐκείνῳ πεπραγμένων, 4, 143; σεμνοτέραν τὴν πόλιν ποιεῖν ἀγάλμασι, Is. 5, 45; vgl. Dem. ἔνιοι τὰς ἰδίας οἰκίας τῶν δημοσίων οἰκοδομημάτων σεμνοτέρας εἰσὶ κατεσκευασμένοι, 3, 29, prachtvoller einrichten; tadelnd sagt er σὺ δὲ ὁ σεμνὸς ἀνὴρ καὶ διαπτύων τοὺς ἄλλους, 18, 258; σεμνῶς ὀνομάζειν, mit pomphaften Ausdrücken, ib. 35; Folgde; τὸ σεμνὸν καὶ θαυμάσιον τῆς προαιρέσεως, Pol. 16, 33, 4; σεμνοτάτην καὶ βελτίστην διάληψιν ἔχειν περί τινος, 2, 61, 8; κάλλιστα καὶ σεμνότατα προστῆναι τῆς βασιλείας, 15, 31, 2; ὅσα σεμνὰ καὶ θεῖα νομίζουσιν ἄνθρωποι, Luc. patr. enc. 1. – Selbst von Fischen, prächtig, kostbar, Archestr. bei Ath. VII, 298 c, wie σεμνὸν τὸ βρῶμα Aristopho ib. 303 b. – Σεμνὴ νόσος, der Aussatz, auch die Pest, Schol. Ap. Rh. 1, 1019.
Greek (Liddell-Scott)
σεμνός: ή, όν· (ἴδε σέβομαι)· - σεβαστός, ἔντιμος, σεπτός, ἅγιος, σεμνοπρεπής: Ι. κυρίως ἐπί θεῶν, ἐπὶ τῆς Δήμητρος, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Δήμ. 1, 486· τῆς Ρέας, Ὕμν. Ὁμ. 12. 1· τῆς Ἑκάτης, Πινδ. Π. 3· 140· τῆς Θέτιδος, ὁ αὐτ. ἐν Ν. 5. 45· τοῦ Ἀπόλλωνος, Αἰσχύλ. Θήβ. 800· τοῦ Ποσειδῶνος, Σοφ. Ο. Κ. 55· τῆς Παλλάδος Ἀθηνᾶς, αὐτόθι 1090· - ἐν Ἀθήναις αἱ Ἐρινύες ἦσαν κυρίως αἱ σεμναὶ θεαὶ, ὁ αὐτ. ἐν Αἴ. 837, Ο. Κ. 90. 459, Ἀριστοφ. Ἱππ. 1312, Θεσμ. 224, Θουκ. 1. 126, παρ’ Ἀριστ. ἐν Ρητ. 2. 23, 12· ἢ ἁπλῶς Σεμναί, Αἰσχύλ. Εὐμ. 383, 1041, Εὐρ. Ὀρ. 410· τὸ σ. ὄνομα, τὸ ὄνομα αὐτῶν, Σοφ. Ο. Κ. 41· σ. βάθρον, τὸ κατώφλιον τοῦ ναοῦ αὐτῶν, αὐτόθι 100· σ. τέλη, αἱ τελεταὶ αὐτῶν, αὐτόθι 1050· πρβλ. Meineke εἰς Μένανδρ. σ. 346, πρβλ. Müller εἰς Αἰσχύλ. Εὐμ. § 80, 87. 2) ἀκολούθως ἐπὶ θείων πραγμάτων, ὄργια σ. Ὕμν. Ὁμ. εἰς Δήμ. 478, Σοφ. Τρ. 765· θέμεθλα δίκης Σόλων 3. 14· ὑγίεια Σιωνίδ. 70· θυσία Πινδ. Ο. 7. 75· σ. ἄντρον, τὸ ἄντρον τοῦ Χείρωνος, ὁ αὐτ. ἐν Π. 9. 50, πρβλ. Ο. 5. 44· σ. δόμος, ὁ ναὸς τοῦ Ἀπόλλωνος, ὁ αὐτ. ἐν Ν. 1 ἐν τέλ.· παιὰν Αἰσχύλ. Πέρσ. 393· σέλμα σ. ἡμένων, ἐπὶ τῶν Ὀλυμπίων θεῶν, ὁ αὐτ. ἐν Ἀγ. 183· σ. ἔργα, ἐπὶ τῶν θεῶν, ὁ αὐτ. ἐν Ἱκ. 1037· μυστήρια Σοφ. Ἀποσπ. 943, Εὐρ. Ἱππ. 25· οὐρανοῦ τέρμων αὐτόθι 746· σ. βίος, ἀφωσιωμένος εἰς τοὺς θεούς, ὁ αὐτ. ἐν Ἴωνι 56· σεμνὰ φθέγγεσθαι = εὔφημα, Αἰσχύλ. Χο. 109, πρβλ. Ἀριστοφ. Νεφ. 315, 364· σ. τι ξυναμπέχειν, ἐπὶ χρησμοῦ, Αἰσχύλ. Πρ. 521· τὸ σεμνόν, ἁγιότης, Δημ. 556. 10. ΙΙ. ἐπὶ ἀνθρώπων, σεβάσμιος, σεβαστός, μεγαλοπρεπής, ἐν θρόνῳ σεμνῷ σεμνὸν θωκέοντα Ἡρόδ. 2. 173, πρβλ. Αἰσχύλ. Χο. 975· σ. θάλος Ἀλκαϊδᾶν Πινδ. Ο. 6. 115, καὶ συχν. παρὰ τοῖς Τραγ., μάλιστα δὲ τῷ Εὐρ.· πρόσχημα σεμνὸς κοὐ ταπεινὸς ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 689· αἱ φαυλότεραι ... παρὰ τὰς σεμνὰς καθευδοῦνται, πλησίον τῶν μεγάλων κυριῶν, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 617, πρβλ. Ἰσοκρ. 35C· οὕτω παρὰ Πλάτ., σ. καὶ ἅγιος νοῦς Σοφιστ. 249Α· οἱ σεμνότατοι ἐν ταῖς πόλεσιν Φαῖδρ. 257D· ἐπὶ τῆς τραγωδίας, Γοργ. 502Α· ἀντίθετον τῷ χαῦνος, Σοφιστ. 227Β· τῷ κομψός, Ξεν. Οἰκ. 8, 9· σεμνὸς οὐ προσώπου συναγωγαῖς ἀλλὰ βίου κατασκευαῖς Ἰσοκρ. 197Ε. 2) ἐπὶ ἀνθρωπίνων πραγμάτων, σεβαστός, μέγας, ἐπίσημος, σπουδαῖος, μεγαλοπρεπὴς, εὐγενής, λαμπρός, θᾶκοι Αἰσχύλ. Ἀγ. 519· ἱμάτια Ἀριστοφ. Πλ. 940, πρβλ. Βατρ. 1061· ταφὴ Ξεν. Ἑλλην. 3. 3, 1· πράγματα, ἔργα Ἀριστοφ. Σφ. 1472, Ἰσοκρ. 277C· σεμνοτέραν τὴν πόλιν ποιεῖν Ἰσαῖ. 55, 31· οἰκία τοῦ γείτονος οὐδὲν σεμνοτέρα Δημ. 35. 22, πρβλ. 36. 21· ψεύδεσι [τοῦ Ὁμήρου] σ. ἔπεστί τι Πινδ. Ν. 7. 32· λεγόντων ... περὶ αὐτοῦ σ. λόγους Ἡρόδ. 7. 6· οὕτως ἐπὶ ὕφους, Ἀριστ. Ποιητ. 22, 3, πρβλ. Ρητορ. 3. 2, 2, κ. ἀλλ.· ἐπί τινων μέτρων, αὐτόθι 3. 8, 4· ἐπὶ τὸ σ. μιμεῖσθαι, μιμοῦμαί τι κατὰ τὸ εὐγενὲς αὐτοῦ μέρος, Πλάτ. Νόμ. 814Ε· σ. τι λέγειν, πράττειν ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 382Β, Εὐρ. Τρῳ. 447· σεμνὰ ἄττα μεμαθηκέναι Πλάτ. Ἐπιστ. 341Ε· οὐδὲν σ., οὐδὲν ἀξιοθαύμαστον, Ἀριστ. Ἠθικ. Ν. 7. 2, 6· οὕτω, τί ἂν εἴη τὸ σ. (δηλ. τοῦ νοῦ); ὁ αὐτ. Μετὰ τὰ Φύσ. 11. 9, 1· - σεμνόν ἐστι, μετ’ ἀπαρεμφ., εἶναι σπουδαῖον, εὐγενές, ἀξιόλογον πρᾶγμα νά.., Πλάτ. Κρατ. 392Α, Ἰσοκρ. περὶ Ἀντιδόσ. § 6. ΙΙΙ. ἐπὶ κακῆς σημασίας, ὑπερήφανος, ἀλαζών, Αἰσχύλ. Χο. 795, Εὐρ. Μήδ. 216, κτλ.· τὰ σέμν’ ἔπη Σοφ. Αἴ. 1107· σεμνότερος καὶ φοβερώτερος Ἀνδοκ. 31. 27. 2) ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον μετὰ περιφρονήσεως ἢ εἰρωνείας, σοβαρός, πομπώδης, μέγας, ἐπίσημος, μεγαλοπρεπής, σεμνόν ἐστιν ὃ ξυναμπέχεις Αἰσχύλ. Πρ. 521· σεμνὸν βλέπειν, φαίνομαι σοβαρὸς καὶ σπουδαῖος, Εὐρ. Ἄλκ. 773· σεμνὰ σεμνύνεται ὁ αὐτ. ἐν Ι. Α. 996· τὸ σεμνὸν = σεμνότης, ὁ αὐτ. ἐν Ἱππ. 93· τὸ σ. ἄγαν καὶ τραγικὸν Ἀριστ. Ρητ. 3. 3, 4· - ἡ λέξις εἶναι συχνοτάτη παρὰ τοῖς Κωμικοῖς, ἀνελκτοῖς ὀφρύσι σεμνὸς Κρατῖν. ἐν Ἀδήλ. 123· ὥσπερ κοχλίας σεμνῶς ἐπηρκὼς τὰς ὀφρύς, ἐπὶ τοῦ Πλάτωνος, Ἄμφις ἐν «Δεξιδημίδῃ» 1· ὡς σ. οὐπίτριπτος, πόσον μεγαλοπρεπὴς εἶναι ὁ ἄθλιος! Ἀριστοφ. Πλ. 275· ὡς σ. ὁ κατάρατος ὁ αὐτ. ἐν Βατρ. 178· λόγοι σ. ὁ αὐτ. ἐν Σφ. 1175· σεμνὸς σεμνῶς χλανίδ’ ἕλκων Ἔφιππ. ἐν «Πελταστῇ» 1· - ἐπὶ πραγμάτων, σ. βρῶμα, ἔξοχον φαγητόν, Ἀριστοφῶν ἐν «Πειρ.» 1, πρβλ. Ἀρχέστρ. παρ’ Ἀθην. 295C· σ. ὀσμὴ Μνησίμ. ἐν «Ἱπποτρόφῳ» 1. 60, κτλ. IV. Ἐπίρρ. -νῶς. Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 193, Εὐρ. Ἴων 1133, Ἀριστοφ. Σφ. 585, κτλ.· σεμνῶς κεκοσμημένος Ξεν. Κύρ. 6. 1, 6, κτλ.· περὶ εὐτελῶν σ. λέγειν Ἀριστ. Ρητ. 3. 7, 1· - Συγκρ. -ότερον, Ξεν Ἀπομν. 3. 5, 20· ὑπερθετ. -ότατα, Πολύβ. 15. 31, 7. - Καθ’ Ἡσύχ.: «σεμνή· τιμία, σώφρων».
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
I. vénérable, auguste, saint : σεμνὸς λόγος HDT parole sainte, oracle ; σεμναὶ θεαί ou simpl. σεμναί les augustes déesses, càd Déméter et Corè, ou les Euménides ; p. antiphrase τὸ σεμνὸν ὄνομα SOPH le nom auguste (des Euménides) ; τὸ σεμνὸν ἀπλάστως M.ANT le caractère noble et simple à la fois ; σεμνόν τι λέγειν PLAT dire qch d’extraordinaire ; simpl. sérieux;
II. 1 grave, majestueux, imposant : τὸ σεμνόν EUR gravité solennelle ; en mauv. part fier, hautain, orgueilleux : σεμνὰ ἔπη SOPH paroles orgueilleuses ; τὸ σεμνόν EUR grands airs, fierté;
2 magnifique, splendide en parl. de choses matérielles (vêtements, maison, etc.) : σεμνὸν περιτιθέναι τινί XÉN parer qqn avec magnificence;
Cp. σεμνότερος.
Étymologie: σέβω, -νος.
English (Slater)
σεμνός (-όν, -ούς; -ᾷ, -άν, -ᾶν; -όν nom., acc., -ῶν, -οῖς.)
a of gods and heroes, august, revered Ἡρακλέης σεμνὸν θάλος Αἰακιδᾶν (O. 6.68) σεμνᾶν Χαρίτων ἄτερ (O. 14.8) σεμνὰν θεὸν (P. 3.79) σεμνὰν Θέτιν (N. 5.25) σεμ]ναὶ Χάριτε[ς (supp. Snell) Πα. 3. 2. σεμνᾷ Ματέρι πὰρ μεγάλᾳ (σοι v. l. ap. Strab.) Δ. 2. . σεμνᾶν Χαρίτων fr. 95. 4.
b of things, sacred, hallowed ἀείδει μὲν ἄλσος ἁγνὸν τὸ τεὸν καὶ σεμνοὺς ὀχετούς (O. 5.12) Ἰδαῖόν τε σεμνὸν ἄντρον (O. 5.18) σεμνὰν θυσίαν θέμενοι (O. 7.42) σεμνόν τ' ἀκρωτήριον Ἄλιδος (O. 9.6) “σεμνὸν ἄντρον, Φιλλυρίδα, προλιπὼν” (P. 9.30) ἄμπνευμα σεμνὸν Ἀλφεοῦ (N. 1.1) σεμνὸν αἰνήσειν νόμον (N. 1.72) σεμνὸν Πυθίου θεάριον (N. 3.69) ἐπεὶ ψεύδεσί οἱ ποτανᾷ τε μαχανᾷ σεμνὸν ἔπεστί τι (N. 7.23) ἱκέτας Αἰακοῦ σεμνῶν γονάτων πόλιός θ' ὑπὲρ φίλας ἀστῶν θ ὑπὲρ τῶνδ ἅπτομαι (N. 8.13) ἐν σεμνοῖς δαπέδοις i. e. at. Nemea (N. 10.28) Θέμιν Μοῖραι ποτὶ κλίμακα σεμνὰν ἆγον Οὐλύμπου λιπαρὰν καθ' ὁδὸν fr. 30. 3. σε]μνὸν αν[ Παρθ. 2. . σεμνῶν ἀδύτων fr. 95. 2.