φωνή: Difference between revisions
Ἰσχυρότερον δέ γ' οὐδέν ἐστι τοῦ λόγου → Oratione nulla vis superior → Nichts ist gewiss gewaltiger als die Vernunft | Nichts ist gewiss gewalt'ger als der Rede Kraft
(strοng) |
(T21) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{StrongGR | {{StrongGR | ||
|strgr=[[probably]] [[akin]] to [[φαίνω]] [[through]] the [[idea]] of [[disclosure]]; a [[tone]] ([[articulate]], [[bestial]] or [[artificial]]); by [[implication]], an [[address]] (for [[any]] [[purpose]]), [[saying]] or [[language]]: [[noise]], [[sound]], [[voice]]. | |strgr=[[probably]] [[akin]] to [[φαίνω]] [[through]] the [[idea]] of [[disclosure]]; a [[tone]] ([[articulate]], [[bestial]] or [[artificial]]); by [[implication]], an [[address]] (for [[any]] [[purpose]]), [[saying]] or [[language]]: [[noise]], [[sound]], [[voice]]. | ||
}} | |||
{{Thayer | |||
|txtha=φωνῆς, ἡ ([[φάω]]) to [[shine]], [[make]] [[clear]] (cf. [[Curtius]], § 407; Liddell and Scott, [[under]] the [[word]] [[φάω]])), from [[Homer]] [[down]], [[Hebrew]] קול:<br /><b class="num">1.</b> a [[sound]], [[tone]]: of [[inanimate]] things, as of [[musical]] instruments, T omits φωνῆς, WH [[give]] it [[only]] in marginal [[reading]]; cf. Buttmann, § 132,10); ὀργάνων, [[Plato]], de rep. 3, p. 397a; συριγγων, [[Euripides]], Tro. 127; ψαλτηρίου καί αὐλοῦ, [[Plutarch]], mor., p. 713c.); of [[wind]], [[noise]], of a millstone, [[whir]] (the [[sound]] (A. V. [[voice]]): [[τοῦ]] ἀσπασμοῦ, ῤημάτων, the [[cry]] (of men), [[φωνή]] [[μεγάλη]], a [[loud]] [[cry]], a [[cry]] i. e. [[wailing]], [[lamentation]], a [[voice]], i. e. the [[sound]] of uttered words: λαλεῖν φωνάς, [[τήν]] φωνήν αἴρειν, [[πρός]] τινα, φωνήν ἐπαίρειν, φωνῆς ... ἐκέκραξα (or ἐκκράζειν), Buttmann, § 143,11)); [[φωνή]] [[μεγάλη]] added to verbs: to λέγειν, ἐν [[φωνή]] [[μεγάλη]] ἐν; [[εἰπεῖν]], [[φάναι]], αἰνεῖν [[τόν]] Θεόν, ἀναβοαν, R G L [[text]] T); [[βοᾶν]] (L marginal [[reading]] Tr WH); φώνειν, (T Tr WH); L T Tr WH); ἀναφωνεῖν, R G L Tr marginal [[reading]]); κηρύσσειν (ἐν [[φωνή]] [[μεγάλη]]), omits ἐν); κραυγάζειν, ἀνακράζειν, κράζειν. R G L); ); κράζων ἐν [[φωνή]] [[μεγάλη]] ἐν ἰσχυρά [[φωνή]], G L T Tr WH); [[μετά]] φωνῆς [[μεγάλης]] δοξάζων [[τόν]] Θεόν, [[ἰδού]] [[φωνή]] λέγουσα, ἔρχεται [[φωνή]], R G L Tr [[text]]); ἐξέρχεται, γίνεται [[φωνή]], T omits; WH brackets ἐγένετο; T Tr marginal [[reading]] WH); adds [[πρός]] αὐτόν)); [[πρός]] τινα, φωνῆς ἐνεχθείσης [[αὐτῷ]], ἐγένοντο φωναί μεγάλαι, ἀπεκρίθη [[φωνή]], ἀκούειν φωνήν (cl. Buttmann, §§ 132,17; 144,16 α.), Buttmann, § 129,8b.); L T Tr WH [[insert]] ὡς), G omits; Tr brackets φωνήν); Buttmann, as [[above]]); R G L WH marginal [[reading]]); ἀκούειν φωνῆς (Buttmann, § 132,17; Winer's Grammar, § 30,7d.), T Tr WH [[text]]); βλέπειν [[τήν]] φωνήν, i. e. the [[one]] [[who]] uttered the [[voice]], [[φωνή]] [[with]] a genitive of the [[subject]]: βοῶντος, ἀγγέλου [[ὅταν]] μέλλῃ σαλπίζειν, ἡ [[φωνή]] τίνος, the [[natural]] ([[familiar]]) [[sound]] of [[one]]'s [[voice]], ἀνθρώπου, [[human]] [[utterance]], [[φωνή]] τίνος, the [[voice]] of a [[clamorous]] [[person]], ἀγγέλων πολλῶν, [[singing]] the praises of Christ, ἀρχαγγέλου, the [[awakening]] [[shout]] of the archangel, the [[leader]] of the angelic [[host]], [[τοῦ]] Θεοῦ, of God — [[teaching]], admonishing, [[whether]] in the O. T. Scriptures or in the gospel, the [[speech]], [[discourse]], Θεοῦ ... [[οὐκ]] ἀνθρώπου, τάς φωνάς [[τῶν]] προφητῶν, the predictions (`[[read]] [[every]] sabbath'), ἀλλάξαι [[τήν]] φωνήν. (See [[ἀλλάσσω]]), [[speech]], i. e. a [[language]], [[tongue]]: Josephus, contra Apion 1,1; (1,9, 2; 1,14, 1, etc.); Cebes (399 B.C.>) tab. 33; Aelian v. h. 12,48; ([[Diogenes]] Laërtius 8,3; for [[other]] examples from Greek writings [[see]] Passow, [[under]] the [[word]], p. 2377{b}; (Liddell and Scott, [[under]] the [[word]], II:3); τῇ Ἑβραΐδι [[φωνή]], τῇ πατρίῳ [[φωνή]], Schmidt, [[chapter]] 1 § 27; Trench, § lxxxix.; and [[see]] [[λαλέω]], at the [[beginning]].) | |||
}} | }} |
Revision as of 17:59, 28 August 2017
English (LSJ)
ἡ,
A sound, tone, prop., the sound of the voice, whether of men or animals with lungs and throat (ἡ φωνὴ ψόφος τίς ἐστιν ἐμψύχου Arist.de An.420b5, cf. 29, HA535a27, PA664b1); opp. φθόγγος (v. φθόγγος 11): I mostly of human beings, speech, voice, utterance, φ. ἄρρηκτος Il.2.490; ἀτειρέα φ. 17.555; φ. δέ οἱ αἰθέρ' ἵκανεν, of Ajax' battle-cry, 15.686; of the battle-cry of an army, Τρώων καὶ Ἀχαιῶν . . φ. δεινὸν ἀϋσάντων 14.400: pl., of the cries of market-people, X.Cyr.1.2.3; ὁ τόνος τῆς φ. Id.Cyn.6.20, D.18.280, Aeschin.3.209; ὀξεῖα, βαρυτέρα, λεία, τραχεῖα φ., Pl.Ti.67b; φ. μαλακή Ar.Nu.979 (anap.); μιαρά, ἀναιδής, Id.Eq.218,638: with Verbs, φωνὴν ῥῆξαι Hdt.1.85, Ar.Nu.357 (anap.); φ. ἱέναι Hdt.2.2, 4.23, Pl.Phdr.259d, etc.; φ. ἥσει E.HF1295; προΐεσθαι Aeschin.2.23; ἀρθροῦν X.Mem.1.4.12; διαρθρώσασθαι Pl.Prt.322a; ἐντείνασθαι Aeschin.2.157; φ. ἐπαρεῖ D.19.336; φωνῇ with his voice, aloud, Il.3.161, Pi.P.9.29; εἶπε τῇ φωνῇ τὰ ἀπόρρητα Lys.6.51; διὰ ζώσης φωνῆς Anon.Geog.Epit.1p.488M.; μιᾷ φ. with one voice, Luc. Nigr.14; ἀπὸ φωνῆς, c. gen., dictated by... Choerob.in Thd.1.103 tit., Marin. in Euc.Dat.p.234 M., Olymp. in Grg.p.1 N., Pall. in Hp.2.1 D.: pl., αἱ φ. the notes of the voice, Pl.Grg.474e; σχήμασι καὶ φωναῖς Arist. Rh.1306a32: prov., φωνῇ ὁρᾶν, of a blind man, S.OC138 (anap.); πᾶσαν, τὸ λεγόμενον, φ. ἱέντα, i.e. using every effort, Pl.Lg.890d, cf. Euthd.293a; πάσας ἀφιέναι φωνάς Id.R.475a, D.18.195; φωνὰς ἀπρεπεῖς προΐεντο PTeb.802.15 (ii B. C.). 2 the cry of animals, as of swine, dogs, oxen, Od.10.239, 12.86,396; of asses, Hdt.4.129; of the nightingale, song, Od.19.521; ἄνθρωπος πολλὰς φωνὰς ἀφίησι, τὰ δὲ ἄλλα μίαν Arist.Pr.895a4. 3 any articulate sound, opp. inarticulate noise (ψόφος), φ. κωκυμάτων S.Ant.1206; ὥσπερ φωνῆς οὔσης κατὰ τὸν ἀέρα πολλάκις καὶ λόγου ἐν τῇ φωνῇ Plot.6.4.12: στοιχεῖόν ἐστι φ. ἀδιαίρετος Arist.Po.1456b22; also esp. of vowelsound, opp. to that of consonants, Pl.Tht.203b, Arist.HA535a32; in literary criticism, of sound, opp. meaning, Phld.Po.5.20 (pl.), 21. 4 of sounds made by inanimate objects, mostly Poet., κερκίδος φ. S.Fr.595; συρίγγων E.Tr.127 (lyr.); αὐλῶν Mnesim.4.56 (anap.); rare in early Prose, ὀργάνων φωναί Pl.R.397a; freq. in LXX, ἡ φ. τῆς σάλπιγγος LXX Ex.20.18; φ. βροντῆς ib. Ps.103(104).7; ἡ φ. αὐτοῦ ὡς φ. ὑδάτων πολλῶν Apoc.1.15. 5 generally, sound, defined as ἀὴρ πεπληγμένος, πληγὴ ἀέρος, Zeno Stoic.1.21, Chrysipp.ib.2.43. II faculty of speech, discourse, εἰ φωνὴν λάβοι S.El.548; παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά Id.OC1283. 2 language, hdt.4.114, 117; φ. ἀνθρωπηΐη Id.2.55; ἀγνῶτα φ. βάρβαρον A.Ag.1051; φωνὴν ἥσομεν Παρνησίδα Id.Ch.563, cf. E.Or.1397 (lyr.), Th.6.5, 7.57, X.Cyn.2.3, Pl.Ap.17d, etc.; τῶν βαρβάρων πρὶν μαθεῖν τὴν φ. Id.Tht.163b; κατὰ τὴν Ἀττικὴν τὴν παλαιὰν φ. Id.Cra. 398d, cf. 409e. III phrase, saying, τὴν Σιμωνίδου φ. Id.Prt. 341b; ἡ τοῦ Σωκράτους φ. Plu.2.106b, cf. 330f, etc.; of formulae, στοιχειώματα καὶ φ. Epicur.Ep.1p.4U., cf. Sent.Vat.41 (= Metrod. Fr.59); αἱ σκεπτικαὶ φ. S.E.P.1.14, cf. Jul.Or.5.162b, etc. IV report, rumour, LXXGe.45.16. b message, Sammelb.7252.21 (iii/iv A. D.). V loud talk, bragging, Epicur.Sent.Vat. 45.
German (Pape)
[Seite 1322] ἡ, Laut, Ton, immer von lebenden Wesen, gew. von Menschen, Stimme, Rede; oft bei Hom., Hes. u. Folgdn; bes. laute, deutliche Stimme, Schlachtruf, Il. 14, 400. 15, 686. 18, 219; von Thieren, von Schweinen, Hunden, Rindern, Od. 10, 239. 12, 86. 396 (Her. 4, 129); von der Nachtigall 19, 521, Gesang; von der Schwalbe Anacr. 9, 9; vgl. Arist. H. A. 4, 9 λόγου κοινωνεῖ ὁ ἄνθρωπος, τὰ δ' ἄλλα φωνῆς; de anim. 2, 8 erkl. ψόφος ἐμψυχίου σημαντικός; u. sonst, der artikulirte Laut im Ggstz des unartikulirten, ψόφος, Schäf. D. Hal. de C. V. p. 155; doch auch κερκίδων, Soph. Ir. 522, συρίγγων, Eur. Tr. 127; – gewöhnlich die Sprache; Her. 4, 117, der verbindet φωνὴν ἱέναι, 2, 2; ὁ παῖς ἄφωνος ὑπὸ δέους καὶ κακοῦ ἔῤῥηξε φωνήν 1, 85; τἡν φωνὴν τῶν γυναικῶν οἱ ἄνδρες οὐκ ἐδυνέατο μαθεῖν, τὴν δὲ τῶν ἀνδρῶν αἱ γυναῖκες συνέλαβον 4, 114; αὐδάξασθαι φωνῇ ἀνθρωπηΐῃ 2, 55; προσέννεπε φωνᾷ Pind. P. 9, 30, u. oft; εἴθ' εἶχε φωνὴν εὔφρονα Aesch. Ch. 193; ἀγνῶτα βάρβαρον κεκτημένη Ag. 1021; φωνὴν ἥσομεν Παρνησίδα Ch. 556; εἰ φωνὴν λάβοι, wenn er sprechen könnte, Soph. El. 538; Eur, oft, φωνὴν ἥσει χθών Herc. F. 1295; μαλακή Ar. Nubb. 966, μιαρά Equ. 218, ἀναιδής 636; ἐμφανῆ ποιεῖν διὰ φωνῆς Plat. Theaet. 206 d; τῇ φωνῇ μέγα λέγων Prot. 310 b; ἐν φωνῇ βαρβάρῳ τεθραμμένος 341 c, u. oft, wie Folgde; im plur., φωναί, Geschrei, Xen. Cyr. 1, 2,3; οἵας τότ' ἠφίει Φίλιππος φωνάς Dem. 18, 218; ὁ παρὼν καιρὸς μονονουχὶ λέγει φωνὴν ἀφιείς 1, 2. – Bei den Stoikern der bloße Laut im Ggstz zur λέξις.
Greek (Liddell-Scott)
φωνή: ἡ, ἴδε ἐν λ. φάω· ― ὡς καὶ νῦν, φωνή, κυρίως ὁ ἦχος ὁ διὰ τοῦ λάρυγγος παραγόμενος, φωνὴ εἴτε τῶν ἀνθρώπων εἴτε ἄλλου τινὸς ζῴου ἔχοντος πνεύμονας καὶ λάρυγγα, (ἡ φωνὴ ψόφος τίς ἐστιν ἐμψύχου Ἀριστ. περὶ Ψυχ. 2. 8, 14, πρβλ. 18, περὶ τὰ Ζῷα Ἱστ. 4. 9, 1, περὶ Ζῴων Μορ. 3. 3, 5)· ἐνίοτε ἀντίκειται τῷ φθόγγος (ἴδε φθόγγος ΙΙ.). 2) ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἐπὶ ἀνθρώπων (πρβλ. διάλεκτος ΙΙ. 1), φωνή, Λατ. vox, πρῶτον παρ’ Ὁμ. φ. ἄρρηκτος Ἰλ. Β. 490· ἀτειρέα φ. Ρ. 555· φωνὴ δὲ οἱ αἰθέρ’ ἵκανεν, περὶ τῆς πολεμικῆς κραυγῆς τοῦ Αἴαντος, Ο. 686· ἐπὶ τῆς πολεμικῆς κραυγῆς πολλῶν ἀνθρώπων, ὅσση ἄρα Τρώων καὶ Ἀχαιῶν ἔπλετο φωνὴ δεινόν ἀϋσάντων Ξ. 400· φ. ἀνθρωπηίη Ἡρόδ. 2. 55· ἡ φ. τῶν γυναικῶν ὁ αὐτ. 4, 114· αἱ φωναί, ὁ θόρυβος τῶν ἀγοραίων, Ξεν. Κύρου Παιδ. 1. 2. 3· κλπ.· ὁ τόνος τῆς φ. Ξεν. Κυνηγ. 6, 20, πρβλ. Δημ. 319. 12, Αἰσχίνης 83· ἐν τέλει αἱ διάφοροι παραλλαγαὶ αὐτῆς ἥτις διακρίνεται ὡς ὀξεῖα, βαρεῖα, τραχεῖα, Πλάτ. Τίμ. 67Α φ. μαλακὴ Ἀριστ. Νεφ. 979· μιαρά, ἀναιδὴς Ἱππεῖς 218, 678· ― μετὰ ῥημάτων, φωνὴν ῥηγνύναι, ὡς τὸ τοῦ Οὐεργιλίου rumpere vocem, Ἡρόδ. 1. 85, Ἀριστοφ. Νεφ. 357· φ. ἱέναι, vocem edere, Ἡρόδ. 2. 2., 4. 23, Πλάτ., κλπ.· ἀφιέναι Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 1295· προΐεσθαι Αἰσχίνης 31. 20· ἀρθροῦν Ξεν. Ἀπομν. 1. 4, 12· διαρθροῦσθαι Πλάτ. Πρωτ. 322Α· ἐντείνεσθαι Αἰσχίνης 49. 15· ἐπαίρειν Δημ. 449. 14· ― φωνῇ, μὲ τὴν φωνήν του, μεγαλοφώνως, Ἰλ. Γ. 161, Πινδ. Π. 9. 49, Λυσίας 107. 38· μιᾷ φ., μὲ μίαν φωνήν, ὁμοφώνως, Λουκ. Νιγρ. 14· πληθ., αἱ φωναί, αἱ παραλλαγαί, οἱ τόνοι τῆς φωνῆς, Πλάτ. Γοργ. 474Ε· σχήμασι καὶ φωναῖς Ἀριστ. Ρητ. 2. 8, 14· ― παροιμ., φωνῇ ὁρᾷν, ἐπὶ τυφλοῦ (πρβλ. φατίζω), Σοφ. Οἰδ. ἐπὶ Κολ. 137· πᾶσαν, τὸ λεγόμενον, φ. ἱέναι, δηλ. ποιεῖσθαι χρῆσιν παντὸς μέσου, Πλάτ. Νόμ. 890D, πρβλ. Εὐθύδ. 293Α· οὕτω, πάσας ἀφιέναι φωνὰς ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 475Α, Δημ. 293. 12, πρβλ. Εὐρ. Ἑκ. 341. 2) ὡσαύτως ἡ φωνὴ ἢ κραυγὴ τῶν ζῴων, οἶον χοίρων, κυνῶν, βοῶν, Ὀδ. Κ. 239, Μ. 86, 396· τῶν ὄνων, Ἡρόδ. 4. 129· τῆς ἀηδόνος, Ὀδ. Τ. 521· ἄνθρωπος πολλὰς φωνὰς ἀφίησι, τὰ δὲ ἄλλα μίαν Ἀριστ. Προβλ. 10. 38· 3) πᾶσα ἔναρθρος φωνή, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὴν ἄναρθρον (ψόφος), φ. κωκυμάτων Σοφ. Ἀντιγ. 1206· ταύτης δὲ (δηλ, τῆς φωνῆς) μέρη τό τε φωνῆεν καὶ τὸ ἡμίφωνον καὶ ἄφωνον Ἀριστ. Ποιητ. 20. 2· ― παρὰ μεταγεν. περιωρίσθη ἡ λέξις νὰ σημαίνῃ τὴν φωνὴν ἢ ἦχον τῶν φωνηέντων, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὴν τῶν ἀφώνων, Schäf. εἰς Διονύσιον Ἁλ. περὶ Σύνθ. σ. 155, Stallb. Πλάτ. Θεαίτ. 203B. Κρατ. 424C. Ἀριστ. περὶ τὰ Ζῷα Ἱστ. 4. 9, 1· πρβλ. φωνέω Ι. 4, φωνήεις 3. 4) ἐπὶ ἤχων παραγομένων ὑπὸ ἀψύχων πραγμάτων, κατὰ τὸ πλεῖστον παρὰ ποιηταῖς, κερκίδος φ. Σοφοκλ. Ἀποσπ. 522· συρίγγων Εὐρ. Τρῳ. 127· αὐλῶν Μνησίμαχ. ἐν «Ἱπποτρόφῳ» 1. 56· σπάνιον τοῦτο παρὰ τοῖς δοκίμοις πεζογράφοις, ὀργάνων Πλάτ. Πολ. 397Α· ἀλλὰ σύνηθες παρὰ τοῖς Ἑβδ., ἡ φ, τῆς σάλπιγγος Ἑβδ. (Ἔξοδ. Κ΄), 18· βροντῆς ὑδάτων, κλπ. ΙΙ. ἡ δύναμις τοῦ λαλεῖν, λόγος, Λατ. sermo, εἰ φωνὴν λάβοι Σοφ. Ἡλ. 548· παρέσχε φωνήν τοῖς ἀφωνήτοις τινὰ ὁ αὐτ. ἐν Οἰδ. Κολ. 1283. 2) γλῶσσα, Λατ. lingua, Ἡρόδ. 4. 114, 117, πρβλ. 2. 55. 3) εἶδος γλώσσης, διάλεκτος, ἀγνῶτα φ. βάρβαρον Αἰσχύλ. Ἀγ. 1051· φωνὴν ἥσομεν Παρνησίδα ὁ αὐτ. ἐν Χο. 563· πρβλ. Εὐρ. Ὀρ. 1397. Θουκ. 6. 5., 7. 57, Ξεν. Κυνηγ. 2, 3, Πλάτ. Ἀπολ. 17Ε· τῶν βαρβάρων πρὶν μαθεῖν τὴν φ. ὁ αὐτ. ἐν Θεαιτ. 163Β· κατὰ τὴν Ἀττικὴν τὴν παλαιὰν φ. ὁ αὐτ. ἐν Κρατ. 398D, πρβλ. 409Ε. ΙΙΙ. φράσις, λόγος, ῥῆσις, τὴν Σιμωνίδου φ. Πλάτ. Πρωτ. 341Β· ἡ τοῦ Σωκράτους φ. Πλούτ. 2. 106Β, πρβλ. 330F, κλπ.· αἱ σκεπτικαὶ φ. Σέξτ. Ἐμπ. Π. 1. 14, κλπ. IV. φήμη, λόγος, Ἑβδ. (Γεν. ΜΕ΄, 16), Πράξ. Ἀποστ. β΄, 6.
French (Bailly abrégé)
ῆς (ἡ) :
A. son ; particul. son clair et fort :
I. en parl. de pers.
1 voix, particul. voix claire et forte;
2 faculté ou droit de parler, usage de la parole;
3 cri;
4 voix dans le chant ; au pl. αἱ φωναί notes de la voix;
5 son articulé, particul. voyelle t. de gramm.
II. voix des animaux :
1 cri d’un animal;
2 chant des oiseaux;
III. son des instruments;
B. langage, d’où
1 en gén. manière de s’exprimer;
2 langue propre à un peuple, idiome ; particul. dialecte;
3 langue propre à une classe d’hommes, particul. langue des orateurs;
4 maxime, sentence;
C. mot, expression.
Étymologie: φημί.
English (Autenrieth)
voice, properly with reference to its quality, whereby one individual may be distinguished from an other. Transferred to animals, συῶν, βοῶν, Od. 10.239, μ 3, Od. 19.521.
Spanish
English (Abbott-Smith)
φωνή, -ῆς, ἡ, [in LXX chiefly and very freq. for קֹול;]
a voice;
(a)prop., of persons, Mt 2:18 (LXX), al.; φ. αἴρειν (ἐπαίρειν), Lk 17:13, Ac 2:14, al.; φ. μεγάλῃ εἰπεῖν (λέγειν, φωνεῖν, etc.), Lk 8:28, Ac 7:57, Re 5:12, al.; γίνεται (ἔρχεται) φ. ἐκ τ. οὐρανῶν (ἐξ οὐρανοῦ), Mk 1:11, Lk 3:22, Jo 12:28, al. (cf. DCG, ii, 810a; Dalman, Words, 204f.); ἀκούειν φωνήν (-ῆς; v.s. ἀκούω), Ac 9:4, 7 al.; φ. βοῶντος, Mt 3:3, Mk 1:3, Lk 3:4, Jo 1:23 (LXX); τ. θεοῦ, Jo 5:37, He 3:7, al. By meton.,
(α)of the speaker, βλέπειν τὴν φ., Re 1:12;
(β)speech, language ( Ge 11:1, IV Mac 12:7, al.): I Co 14:10;
(b)of inanimate things: Mt 24:31, Jo 3:8, Ac 2:6, Re 1:15b 9:9 14:2, al. (cf. Tr., Syn., §lxxxix).
English (Strong)
probably akin to φαίνω through the idea of disclosure; a tone (articulate, bestial or artificial); by implication, an address (for any purpose), saying or language: noise, sound, voice.
English (Thayer)
φωνῆς, ἡ (φάω) to shine, make clear (cf. Curtius, § 407; Liddell and Scott, under the word φάω)), from Homer down, Hebrew קול:
1. a sound, tone: of inanimate things, as of musical instruments, T omits φωνῆς, WH give it only in marginal reading; cf. Buttmann, § 132,10); ὀργάνων, Plato, de rep. 3, p. 397a; συριγγων, Euripides, Tro. 127; ψαλτηρίου καί αὐλοῦ, Plutarch, mor., p. 713c.); of wind, noise, of a millstone, whir (the sound (A. V. voice): τοῦ ἀσπασμοῦ, ῤημάτων, the cry (of men), φωνή μεγάλη, a loud cry, a cry i. e. wailing, lamentation, a voice, i. e. the sound of uttered words: λαλεῖν φωνάς, τήν φωνήν αἴρειν, πρός τινα, φωνήν ἐπαίρειν, φωνῆς ... ἐκέκραξα (or ἐκκράζειν), Buttmann, § 143,11)); φωνή μεγάλη added to verbs: to λέγειν, ἐν φωνή μεγάλη ἐν; εἰπεῖν, φάναι, αἰνεῖν τόν Θεόν, ἀναβοαν, R G L text T); βοᾶν (L marginal reading Tr WH); φώνειν, (T Tr WH); L T Tr WH); ἀναφωνεῖν, R G L Tr marginal reading); κηρύσσειν (ἐν φωνή μεγάλη), omits ἐν); κραυγάζειν, ἀνακράζειν, κράζειν. R G L); ); κράζων ἐν φωνή μεγάλη ἐν ἰσχυρά φωνή, G L T Tr WH); μετά φωνῆς μεγάλης δοξάζων τόν Θεόν, ἰδού φωνή λέγουσα, ἔρχεται φωνή, R G L Tr text); ἐξέρχεται, γίνεται φωνή, T omits; WH brackets ἐγένετο; T Tr marginal reading WH); adds πρός αὐτόν)); πρός τινα, φωνῆς ἐνεχθείσης αὐτῷ, ἐγένοντο φωναί μεγάλαι, ἀπεκρίθη φωνή, ἀκούειν φωνήν (cl. Buttmann, §§ 132,17; 144,16 α.), Buttmann, § 129,8b.); L T Tr WH insert ὡς), G omits; Tr brackets φωνήν); Buttmann, as above); R G L WH marginal reading); ἀκούειν φωνῆς (Buttmann, § 132,17; Winer's Grammar, § 30,7d.), T Tr WH text); βλέπειν τήν φωνήν, i. e. the one who uttered the voice, φωνή with a genitive of the subject: βοῶντος, ἀγγέλου ὅταν μέλλῃ σαλπίζειν, ἡ φωνή τίνος, the natural (familiar) sound of one's voice, ἀνθρώπου, human utterance, φωνή τίνος, the voice of a clamorous person, ἀγγέλων πολλῶν, singing the praises of Christ, ἀρχαγγέλου, the awakening shout of the archangel, the leader of the angelic host, τοῦ Θεοῦ, of God — teaching, admonishing, whether in the O. T. Scriptures or in the gospel, the speech, discourse, Θεοῦ ... οὐκ ἀνθρώπου, τάς φωνάς τῶν προφητῶν, the predictions (`read every sabbath'), ἀλλάξαι τήν φωνήν. (See ἀλλάσσω), speech, i. e. a language, tongue: Josephus, contra Apion 1,1; (1,9, 2; 1,14, 1, etc.); Cebes (399 B.C.>) tab. 33; Aelian v. h. 12,48; (Diogenes Laërtius 8,3; for other examples from Greek writings see Passow, under the word, p. 2377{b}; (Liddell and Scott, under the word, II:3); τῇ Ἑβραΐδι φωνή, τῇ πατρίῳ φωνή, Schmidt, chapter 1 § 27; Trench, § lxxxix.; and see λαλέω, at the beginning.)