κινέω: Difference between revisions

From LSJ

οὐκ ἔστιν ὧδε ἀλλὰ ἠγέρθη → He is not here, but is risen

Source
(strοng)
(T21)
Line 31: Line 31:
{{StrongGR
{{StrongGR
|strgr=from kio (poetic for eimi, to go); to [[stir]] (transitively), [[literally]] or [[figuratively]]: (re-)[[move]](-r), [[way]].
|strgr=from kio (poetic for eimi, to go); to [[stir]] (transitively), [[literally]] or [[figuratively]]: (re-)[[move]](-r), [[way]].
}}
{{Thayer
|txtha=κίνω; [[future]] κινήσω; 1st aorist infinitive κινῆσαι; [[passive]], [[present]] κινοῦμαι; 1st aorist ἐκινήθην; (from [[κίω]], poetic for ἸΩ, [[εἰμί]], [[Curtius]], § 57; [[hence]])<br /><b class="num">1.</b> [[properly]], to [[cause]] to go, i. e. to [[move]], [[set]] in [[motion]] (from [[Homer]] [[down]]);<br /><b class="num">a.</b> [[properly]], in [[passive]] (cf. Winer s Grammar, 252 (237)) to be moved, [[move]]: of [[that]] [[motion]] [[which]] is [[evidence]] of [[life]], κινεῖν δακτύλῳ φορτία, to [[move]] burdens [[with]] a [[finger]], [[τήν]] κεφαλήν, to [[move]] to and [[fro]] (A. V. [[wag]]) (expressive of [[derision]]), Sept. for רֹאשׁ הֵנִיעַ), to [[move]] from a [[place]], to [[remove]]: τί ἐκ [[τοῦ]] τόπου, ἐκ [[τῶν]] τόπων, [[passive]], to [[move]] i. e. [[excite]]: στάσιν, a [[riot]], [[disturbance]], [[στάσις]], 2); ταραχήν, Josephus, b. j. 2,9, 4); [[τήν]] πόλιν, to [[throw]] [[into]] [[commotion]], [[passive]], [[μετακινέω]], [[συγκινέω]].)
}}
}}

Revision as of 18:00, 28 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κῑνέω Medium diacritics: κινέω Low diacritics: κινέω Capitals: ΚΙΝΕΩ
Transliteration A: kinéō Transliteration B: kineō Transliteration C: kineo Beta Code: kine/w

English (LSJ)

aor. ἐκίνησα, Ep.

   A κίνησα Il.23.730, etc.:—Med. and Pass., fut. κινήσομαι (in pass. sense) Pl.Tht.182c, D.9.51, -ηθήσομαι Ar.Ra. 796, Pl.R.545d, etc.: aor. Med. (Ep.) κινήσαντο Opp.C.2.582: aor. Pass. ἐκινήθην, Ep.3pl. ἐκίνηθεν Il.16.280: (cf. κίω):—set in motion, ἄγε κινήσας, of Hermes leading the souls, Od.24.5; simply, move, οὐδέ τι κινῆσαι μελέων ἦν 8.298; κ. θύρην 22.394; κ. κάρη Il.17.442, etc.; Ζέφυρος κ. λήϊον 2.147; κ. ὄμμα S.Ph.866; ναῦς ἐκίνησεν πόδα E.Hec.940 (lyr.), etc.; σκληρὰ ἡ γῆ ἔσται κινεῖν, i.e. plough, X.Oec.16.11; κ. δόρυ, of a warrior about to attack, E.Andr.607; κ. στρατιάν Id.Rh.18 (anap.); κ. ὅπλα Th.1.82; κ. σκάφην rock a cradle, Phylarch.36 J.    b in later Gr., set in motion a process of law, etc., PKlein.Form.405, etc.    2 remove a thing from its place, ἀνδριάντα Hdt.1.183; γῆς ὅρια Pl.Lg. 842e; κ. τι τῶν ἀκινήτων meddle with things sacred, Hdt.6.134, cf. S. Ant.1061, Th.4.98; κ. τὰ χρήματα ἐς ἄλλο τι apply them to an alien purpose, Id.2.24; κ. τῶν χρημάτων Id.1.143, 6.70; κ. τὸ στρατόπεδον X.An.6.4.27, etc. (κινεῖν alone, Plb.2.54.2, cf. LXX Ge.20.1, Plu.Dio 27); change, innovate, νόμαια Hdt.3.80; τοὺς πατρίους νόμους Arist. Pol.1268b28; τῶν κειμένων νόμων Zaleuc. ap. Stob.4.2.19:—Pass., νόμιμα κινούμενα Pl.Lg.797b; ἰατρικὴ κινηθεῖσα παρὰ τὰ πάτρια Arist. Pol.1268b35: so abs. in Act., change treatment, ib.1286a13.    3 Gramm., inflect, τὰ ῥήματα ἐκίνει τὸ τέλος A.D.Pron.104.15:—more usu. in Pass., κατὰ τὸ τέλος κινεῖσθαι ib.104.10.    4 alter a manuscript reading, Str.7.3.4.    II disturb, of a wasps' nest, τοὺς δ' εἴ πέρ τις . . κινήσῃ ἀέκων Il.16.264; arouse, κ. τινὰ ἐξ ὕπνου E.Ba.690; urge on, φόβος κ. τινά A.Ch.289; φυγάδα πρόδρομον κινήσασα having driven him in headlong flight, S.Ant.109 (lyr.); κ. ἐπιρρόθοις κακοῖσιν attack, assail, ib.413; μήτηρ κ. κραδίαν, κ. δὲ χόλον E.Med.99 (anap.); ἐάν με κινῇς καὶ ποιήσῃς τὴν χολὴν . . ζέσαι Anaxipp.2; κ. τινά incite or stir one up to speak, Pl.R.329e, Ly.223a, X.Mem.4.2.2; κ. τὰ πολλὰ καὶ ἄτοπα stir up . . questions, Pl.Tht.163a; call in question an assumption, τὰ μέγιστα κ. τῶν μαθηματικῶν Arist.Cael.271b11, cf. Phld.Sign.27; κ. τὸ τὰ ἄκρα . . ἀνταίρειν Str.2.1.12, cf. Plot.2.1.6; ὁ κινῶν [τὰ φαινόμενα] λόγος S.E.M.8.360:—Pass., S.OC1526; κινεῖται γὰρ εὐθύς μοι χολή my bile is stirred, Pherecr.69.5; κεκινῆσθαι πρός τι X.Oec.8.1.    2 set going, cause, call forth, φθέγματα S.El.18; πατρὸς στόμα Id.OC 1276; μῦθον E.El.302; λόγον περί τινος Pl.R.450a; πάντα κ. λόγον Id.Phlb.15e; κ. ὀδύνην S.Tr.974 (anap.); κακά Id.OT636; πάθος Phld. Mus.p.4 K.; πόλεμον, πολέμους, Th.6.34, Pl.R.566e; Ἐμπεδοκλέα . . πρῶτον ῥητορικὴν κεκινηκέναι Arist.Fr.65.    3 Medic., κ. οὔρησιν, οὖρα, Dsc.2.109, 127; κοιλίαν ib.6.    4 sens. obsc., κ. γυναῖκα Eup.233.3 (nisi leg. ἐβίνουν), cf.Ar.Ach.1052 (v.l.), Eq.364, Nu.1103 (lyr., Pass.), al., AP11.7 (Nicander); κ. τὰ σκέλεα Herod.5.2.    5 phrases: κ. πᾶν χρῆμα turn every stone, try every way, Hdt.5.96; μὴ κ. εὖ κείμενον 'let sleeping dogs lie', Pl.Phlb.15c; μὴ κίνει Καμάριναν, ἀκίνητος γὰρ ἀμείνων Orac. ap. St.Byz.; κινεῦντα μηδὲ κάρφος 'not stirring a finger', Herod.3.67, cf. 1.55; μηδ' ὀδόντα κινῆσαι Id.3.49; κ. τὸν ἀπ' ἴρας πύματον λίθον 'play the last card', Alc.82 (s.v.l.).    6 in Law, πολιτικῶς κ. κατά τινος employ civil action against, Cod.Just.4.20.13.1.    B Pass., to be put in motion, go, Il.1.47; <κι>νηθεὶς ἐπῄει dub. in Pi.Fr.101: generally, to be moved, stir, κινήθη ἀγορή, ἐκίνηθεν φάλαγγες, Il.2.144, 16.280; of an earthquake, Δῆλος ἐκινήθη Hdt.6.98, Th.2.8; θύελλα κινηθεῖσα S.OC1660; τί κεκίνηται; what motion is this? E.Andr.1226 (anap.); κινεῖσθαι, opp. ἑστάναι, motion, opp. rest, Pl. Sph.250b, etc.; ὥσπερ χορδαὶ ἐν λύρᾳ συμπαθῶς κινηθεῖσαι vibrating in unison, Plot.4.4.8.    2 of persons, to be moved, stirred, ὁ κεκινημένος one who is agitated, excited, Pl.Phdr.245b, cf. Vett.Val.45.25, al.; κ. παθητικῶς Phld.Rh.1.193 S.    3 of dancing, κ. τῷ σώματι Pl.Lg.656a.    4 move forward, of soldiers, S.OC1371, E.Rh.139, Ph.107; but κ. ἐκ τῆς τάξεως leave the ranks, X.HG2.1.22.    5 to be disturbed or in rebellion, D.C.39.54, 42.15, al.    6 κεκινημένος περί τι, Lat. versatus in... Pl.Lg.908d.


Quotes

Δῶς μοι πᾶ στῶ καὶ τὰν γᾶν κινάσω Give me a place to stand and I'll move the earth
Archimedes, quoted in Pappus' Συναγωγή 8.1060

German (Pape)

[Seite 1440] (vgl. κίω), gehen machen, in Bewegung setzen, Od. 24, 5, bewegen; οὐδέ τι κινῆσαι μελέων ἦν οὐδ' ἀναεῖραι Od. 8, 298; öfter κάρη κινεῖν, das Haupt bewegen, schütteln, als Zeichen des Unwillens u. Zorns; κινηθεὶς ἐπῄει Pind. frg. 70; φόβος κινεῖ, ταράσσει καὶ διώκεται δέμας Aesch. Ch. 287; κινεῖ γὰρ ἁνὴρ ὄμμα Soph. Phil. 854; τὸν λεύκασπιν ἄνδρα ὀξυτέρῳ κινήσασα χαλινῷ Ant. 109, in die Flucht treiben; pass., θύελλα κινηθεῖσα O. C. 1656; μόλις γεραιὰ κινοῦσαι μέλη Eur. Suppl. 172; πόδα Bacch. 764; δόρυ Andr. 607 (wie ὅπλα, eigtl. die Waffen in Bewegung setzen, Thuc. 1, 82; vgl. Dem. 17, 16) u. öfter; im med., τάχ' ἂν στρατὸς κινοῖτο ἀκούσας νυκτέρους ἐκκλησίας Rhes. 139; in Prosa, in mancherlei Verbindungen; von der Stelle rücken, ἀνδριάντα Her. 1, 183; γῆς ὅρια Plat. Legg. VIII, 842 e; im med. oder pass. sich bewegen, im Ggstz von ἑστάναι, Rep. IV, 436 c, wie κινούμενα καὶ ἑστῶτα Theaet. 181 e; bes. von Tanzbewegungen, vgl. Legg. VII, 800 a; c. accus., αἰσχύνονται τοιαῦτα τῷ σώματι κινεῖσθαι, so Etwas zu tanzen, II, 656 a; übh. gehen, Il. 1, 47 u. öfter; ὡς μηδεὶς κινήσοιτο ἐκ τῆς τάξεως Xen. Hell. 2, 1, 22; – κινεῖν τὰ χρήματα ἐς ἄλλο τι, das deponirte Geld zu etwas Anderem verwenden, Thuc. 2, 24, wie τῶν χρημάτων κινεῖν, das Geld angreifen, 1, 143, vgl. 6, 70; χρήματα κινεῖν ἱερά Dem. 24, 179; App. B. C. 2, 41; – γῆ κεκινημένη, umgeackert, Xen. Cyn. 5, 18; – πᾶν χρῆμα κινεῖν, ὅπως –, Alles in Bewegung setzen, Her. 5, 96; πάντα λόγον κινεῖν Plat. Phileb. 15 e Conv. 198 e; vgl. ὅσον λόγον πάλιν κινεῖτε περὶ τῆς πολιτείας Rep. V, 540 a; – μὴ κινήσῃς ἀγρίαν ὀδύνην πατρός, rege nicht auf, Soph. Trach. 974; ἴδια κινοῦντες κακά O. R. 636; ἐγερτὶ κινῶν ἄνδρ' ἀνὴρ ἐπιῤῥόθοις κακοῖσι, aufregen durch Schmähungen, Ant. 409; – ἃ δ' ἐξάγιστα μηδὲ κινεῖται λόγῳ, was nicht durch die Rede bewegt, wovon nicht gesprochen wird, τὰ ἀπόῤῥητα, O. C. 1523, vgl. Ant. 1061; so bes. τὰ ἀκίνητα κινεῖν, sprichwörtlich, Her. 6, 134; Plat. Legg. III, 684 d; – beunruhigen, stören, καὶ δάκνειν Rep. V, 474 d; αὐτὸν ἐκίνουν, ich ließ ihn nicht in Ruhe, 329 d; aufregen, Xen. Mem. 4, 2, 2; ταῦτα κινεῖ, ταῦτα ἐξίστησιν ἀνθρώπους ἑαυτῶν Dem. 21, 72; öfter Plut. u. a. Sp. Dah. pass. aufrührerisch sein, οἱ Γαλάται ἐκινήθησαν αὖθις D. Cass. 40, 17, öfter; τὰ καθεστῶτα κινεῖν Pol. 2, 21, 3. Aehnl. πάντα κινεῖται, es kommt Alles in Aufruhr, wird aufgeregt, Dem. 2, 21, von alten Schäden, die aufbrechen, wie 18, 198. – Νόμαια κινέει πάτρια, verändern, Her. 3, 80; νόμους Plat. u. A. Auch = untersuchen, durchforschen, Ἐμπεδοκλέα πρῶτον τὴν ῥητορικὴν κεκινηκέναι Sext. Emp. adv. math. 7, 6, anregen, u. oft; auch τραγῳδίαν, Plut. Sol. 29. – Κεκινημένος περὶ πᾶσαν τὴν μαγγανείαν, wie versari in, Plat. Legg. X, 908 d. – In obscönem Sinne, = βινέω, Ar. Nubb. 1371 u. öfter; vgl. Luc. parasit. 10; Ep. ad. 86 (XI, 202); οἱ κινούμενοι = κίναιδοι. – Scheinbar intrans. steht es mit Auslassung von στρατόν, Pol. 2, 52, 2, αὖθις ἐκ ποδὸς ἐκίνει, wie im lat. movere; vgl. Plut. Caes. 26.

Greek (Liddell-Scott)

κῑνέω: μέλλ. -ήσω, Ἀττ.: ἀόρ. ἐκίνησα, Ἐπικ. κίνησα Ἰλ. Ψ. 730, κτλ. ― Μέσ. καὶ Παθ., μέλλ. κινήσομαι (ἐπὶ παθητ. σημασ.) Πλάτ. Θεαίτ. 182C, κτλ.· ὡσαύτως -ηθήσομαι Ἀριστοφ. Βάτρ. 796, Πλάτ. Πολ. 545D, Δημ. 124. 11, κτλ.· ἀόριστ. μέσ. (Ἐπικ.) κινήσαντο Ὀππ. Κυν. 2. 582· ἀόρ. παθ. ἐκινήθην Ἀττ., Ἐπικ. γ΄ πληθ. ἐκίνηθεν Ἰλ. Π. 280. πρκμ. κεκίνημαι Ἀττ. (Ἐκ τῆς √ΚΙ, κίω, πηγαίνω, ἥτις γίνεται μεταβατικὴ ἐν τῷ κινέω, κίνυμαι· πρβλ. Σανσκρ. śi (acuere), śin-utê (κίνυται)· Λατ. ci-o, ci-eo, ci-tus, ex-ci-to, κτλ. καὶ ἴσως κῖκυς, κικύω) ῑ ἐν τῷ κινέω, κίνυμαι, κινύσσομαι, κίνυγμα, κτλ.· ἀλλὰ ῐ ἐν τῷ κινάθισμα. Κάμνω τι νὰ κινηθῇ, ἄγε κινήσας, ἐπὶ τοῦ Ἑρμοῦ ὁδηγοῦντος τὰς ψυχάς, Ὀδ. Ω. 5· καὶ οὕτως ἁπλῶς κινῶ, οὐδέ τι κινῆσαι μελέων ἦν Θ. 298· κ. θύρας Χ. 394· κ. κάρη Ἰλ. Ρ. 442, κτλ.· Ζέφυρος κ. λήϊον Β. 147· κ. ὄμμα Σοφ. Φιλ. 866· πόδα Εὐρ. Ἑκ. 940, κτλ.· κ. γῆν, δηλ. ἀροτριῶ αὐτήν, Ξεν. Οἰκ. 16, 11· κ. δόρυ, ἐπὶ πολεμιστοῦ μέλλοντος νὰ προσβάλῃ τινά, Εὐρ. Ἀνδρ. 607· οὕτω, κ. στρατιὰν ὁ αὐτ. ἐν Ρήσ. 19, πρβλ. Φοιν. 107· κ. ὅπλα Θουκ. 1. 82, Δημ. 216. 8. 2) κινῶ ἢ μετακινῶ τι ἐκ τῆς θέσεώς του, ἀνδριάντα Ἡρόδ. 6. 183· γῆς ὅρια Πλάτ. Νόμ. 842E· κ. τὰ ἀκίνητα, ἀναμιγνύομαι εἰς πράγματα ἱερὰ, Ἡρόδ. 6. 134, πρβλ. Σοφ. Ο. Κ. 1526, Ἀντ. 1061, Θουκ. 4. 98· οὕτω, κ. τὰ χρήματα ἐς ἄλλο τι, μεταχειρίζομαι αὐτὰ εἰς ἄλλον σκοπόν, ὁ αὐτ. 2. 24· κ. τῶν χρημάτων ὁ αὐτ. 1. 143., 6. 70· ― κ. τὸ στρατόπεδον, Λατ. castra movere, Ξεν. Ἀν. 6. 4, 27, κτλ.· (κινεῖν μόνον, Πολύβ. 2. 54, 2, κτλ.)· ― μεταβάλλω, νεωτερίζω, μετατρέπω ἐπὶ τὸ νεώτερον, τὰ νόμαια Ἡρόδ. 3. 80· καὶ ἀπολ., κάμνω μεταβολήν, Ἀριστ. Πολιτικ. 3. 15, 4. ΙΙ. διαταράττω, ἐπὶ φωλεᾶς σφηκῶν, τοὺς δ’ εἴπερ τις... κινήσῃ ἀέκων Ἰλ. Π. 264· κ. τινα ἐξ ὕπνου Εὐρ. Βάκχ. 690· διεγείρω, φόβος κ. τινα Αἰσχύλ. Χο. 289· φυγάδα πρόδρομον κινήσασα, ἐξωθήσασα αὐτὸν εἰς ταχεῖαν φυγήν, Σοφ. Ἀντ. 109· κ. ἐπιρρόθοις κακοῖς, προσβάλλω, ἐπιτίθεμαι, αὐτόθι 413 (πρβλ. ἐξίστημι). μάτηρ κ. κραδίαν, κινεῖ δὲ χόλον Εὐρ. Μήδ. 99· ἐάν με κινῇς καὶ ποιήσῃς τὴν χολήν... ζέσαι Ἀνάξιππ. ἐν «Ἐπιδ.» 1· κ· τινα, παρακινῶ, παρορμῶ τινα νὰ ὁμιλήσῃ, Πλάτ. Πολ. 329D, Λυσ· 223A, Ξεν. Ἀπομν. 4. 2, 2 (πρβλ. ὑποκινέω)· κ. πολλὰ καὶ ἄτοπα, ὑποκινῶ, προκαλῶ ἐρωτήσεις, Πλάτ. Θεαίτ. 163A. ― Παθ., Σοφ. Ο. Κ. 1527· κινεῖται γὰρ εὐθύς μου χολή, ἡ χολή μου ἀναταράττεται, Φερεκρ. ἐν «Κορ.» 3· κινεῖσθαι πρός τι Ξεν. Οἰκ. 8, 1. 2) θέτω εἰς κίνησιν, παράγω, προξενῶ, ἀρχίζω, προκαλῶ, φθέγματα Σοφ. Ἠλ. 18· στόμα ὁ αὐτ. ἐν Ο. Κ. 1276· μῦθον Εὐρ. Ἠλ. 302· λόγον περί τινος Πλάτ. Πολ. 450A· κ. ὀδύνην Σοφ. Τρ. 676· κακὰ ὁ αὐτ. ἐν Ο. Τ. 636· πόλεμον, πολέμους Θουκ. 6. 34, Πλάτ. Πολ. 566E. 3) Παροιμ., κ. πᾶν χρῆμα, κινῶ πάντα λίθον, δοκιμάζω κατὰ πάντα τρόπον, Ἡρόδ. 5. 96. Β. Παθ., τίθεμαι εἰς κίνησιν, κινοῦμαι, πορεύομαι, Ἰλ. Α. 47· κινηθεὶς ἐπῄει Πινδ. Ἀποσπ. 70· καθόλου, κινοῦμαι, συγκινοῦμαι, ἀναταράττομαι, κινήθη ἀγορή, ἐκίνηθεν φάλαγγες Ἰλ. Β. 144, Π. 280· ἐπὶ σεισμοῦ, ἐκινήθη Δῆλος Ἡρόδ. 6. 98, Θουκ. 2. 8· θύελλα κινηθεῖσα Σοφ. Ο. Κ. 1660· τί κεκίνηται; τί σημαίνει (εἶναι) ἡ κίνησις αὕτη; Εὐρ. Ἀνδρ. 1226· κινούμενα, ἐν κινήσει, Πλάτ. Νόμ. 797Β· ὁ κεκινημένος, ὁ ἐν συγκινήσει ὤν, ἐξεγηγερμένος, ὁ αὐτ. ἐν Φαίδρ. 245Β. 2) ἐπὶ ὀρχήσεως, ὡς τὸ Λατ. moveri, ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 656A, κτλ. 3) κινοῦμαι ἐμπρός, ἐπὶ στρατιωτῶν, Σοφ. Ο. Κ. 1371, Εὐρ. Ρῆσ. 139, Φοίν. 109, Ξεν., κλ. 4) διατελῶ ἐν κινήσει ἢ ἐν ἀποστασίᾳ, Δίων Κ. 5) κεκινημένος περί τι, Λατ. versatus in..., Πλάτ. 908D.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
f. κινήσω, ao. ἐκίνησα, pf. κεκίνηκα;
I. tr. 1 mouvoir, mettre en mouvement, remuer, agiter, acc. : ὅπλα THC mettre en mouvement, càd prendre sa lance, ses armes ; ◊ prov. κινεῖν πᾶν χρῆμα HDT mettre en mouvement tous les moyens, càd remuer ciel et terre ; ◊ prov. κινεῖν τὰ ἀκίνητα HDT remuer ce qu’il ne faut pas remuer, càd employer tous les moyens ou faire l’impossible;
2 déplacer, changer de place, acc. : ἀνδριάντα HDT une statue ; fig. τὰ χρήματα ἐς ἄλλο τι THC employer de l’argent à qqe autre entreprise ; κινεῖν τῶν χρημάτων THC emporter une partie de l’argent (d’Olympie, etc.);
3 mouvoir ou déplacer violemment, agiter, troubler : σφῆκας IL des guêpes ; fig. φόβος κινεῖ ESCHL la crainte trouble ; presser, poursuivre ; κινεῖν φυγάδα SOPH poursuivre un fugitif, presser sa fuite ; κινεῖν ἐπιρρόθοις κακοῖσιν SOPH assaillir de maux;
4 sans idée de violence pousser légèrement, toucher du doigt;
5 exciter, stimuler : κακά SOPH causer des maux;
6 mettre en mouvement ; produire au dehors : λόγῳ κινεῖν ἐξάγιστα SOPH révéler des mystères sacrés;
7 remuer, bouleverser, changer ; νόμαια πάτρια HDT les coutumes des ancêtres ; τὰ καθεστῶτα ISOCR les coutumes, les institutions, le gouvernement établi;
8 c. βινέω AR;
II. intr. (s.e. στρατόπεδον ou στρατόν) lever le camp, marcher en avant;
Pass.-Moy. (f. κινήσομαι ou κινηθήσομαι et ao. ἐκινήθην au sens Moy.) se mouvoir, càd se mettre en mouvement, s’ébranler en parl. de troupes : κ. ἐκ τῆς τάξεως XÉN se déplacer de son rang, quitter son rang ; en gén. aller, marcher : πρὸς ἄστυ SOPH vers la ville.
Étymologie: R. κιν, développement de la R. κι, mouvoir, > κίω, aller, cf. lat. cio, cieo.

English (Slater)

κῑνέω
   a move, speed ἐν δ' ὁ παγκρατὴς κεραυνὸς ἀμπνέων πῦρ κεκίνη[ται τό τ] Ἐνυαλίου ἔγχος Δ. 2. 16.
   b met., excite δελφῖνος, τὸν μὲν ἀκύμονος ἐν πόντου πελάγει αὐλῶν ἐκίνησ' ἐρατὸν μέλος fr. 140b. 17. [v. περιδινέω]

Spanish

conmover

English (Strong)

from kio (poetic for eimi, to go); to stir (transitively), literally or figuratively: (re-)move(-r), way.

English (Thayer)

κίνω; future κινήσω; 1st aorist infinitive κινῆσαι; passive, present κινοῦμαι; 1st aorist ἐκινήθην; (from κίω, poetic for ἸΩ, εἰμί, Curtius, § 57; hence)
1. properly, to cause to go, i. e. to move, set in motion (from Homer down);
a. properly, in passive (cf. Winer s Grammar, 252 (237)) to be moved, move: of that motion which is evidence of life, κινεῖν δακτύλῳ φορτία, to move burdens with a finger, τήν κεφαλήν, to move to and fro (A. V. wag) (expressive of derision), Sept. for רֹאשׁ הֵנִיעַ), to move from a place, to remove: τί ἐκ τοῦ τόπου, ἐκ τῶν τόπων, passive, to move i. e. excite: στάσιν, a riot, disturbance, στάσις, 2); ταραχήν, Josephus, b. j. 2,9, 4); τήν πόλιν, to throw into commotion, passive, μετακινέω, συγκινέω.)