μεταξύ: Difference between revisions

From LSJ

Κόλαζε τὸν πονηρόν, ἄνπερ δυνατὸς ᾖς → Malum castiga, maxime si sis potens → Den Schurken strafe, wenn du dazu fähig bist

Menander, Monostichoi, 278
(strοng)
(T21)
Line 24: Line 24:
{{StrongGR
{{StrongGR
|strgr=from [[μετά]] and a [[form]] of [[σύν]]; [[betwixt]] (of [[place]] or [[person]]); (of [[time]]) as adjective, [[intervening]], or (by [[implication]]) [[adjoining]]: [[between]], [[mean]] [[while]], [[next]].
|strgr=from [[μετά]] and a [[form]] of [[σύν]]; [[betwixt]] (of [[place]] or [[person]]); (of [[time]]) as adjective, [[intervening]], or (by [[implication]]) [[adjoining]]: [[between]], [[mean]] [[while]], [[next]].
}}
{{Thayer
|txtha=(from [[μετά]] and [[ξύν]], equivalent to [[σύν]]), adverb;<br /><b class="num">1.</b> [[between]] (in the [[midst]], [[Homer]], Iliad 1,156; ἐν τῷ [[μεταξύ]], [[meanwhile]], in the [[mean]] [[time]], cf. ἐν τῷ [[καθεξῆς]] ([[see]] [[καθεξῆς]]): [[Xenophon]], symp. 1,14; [[with]] χρόνῳ added, [[Plato]], rep. 5, p. 450c.; Josephus, Antiquities 2,7, 1; ὁ [[μεταξύ]] [[χρόνος]], Herodian, 3,8, 20 (10 edition, Bekker cf. Winer s Grammar, 592 f (551))).<br /><b class="num">b.</b> [[like]] a preposition [[with]] a genitive (cf. Winer s Grammar, 54,6): of [[place]] (from [[Herodotus]] 1,6 [[down]]), Josephus, contra Apion 1,21, 2 ([[yet]] [[see]] Müller at the [[passage]])); b. j. 5,4, 2; [[Plutarch]], inst. Lac. 42; de discr. amici et adul. c. 22; Theophilus ad Autol. 1,8 and Otto in the [[place]] cited; (Clement of [[Rome]], 1 Corinthians 44,2, 3 [ET]; the Epistle of Barnabas 13,5 [ET])), [[after]], afterward: τό [[μεταξύ]] [[σάββατον]], the [[next]] ([[following]]) sabbath, Acts 13:42 ([[where]] [[see]] Meyer)).
}}
}}

Revision as of 18:01, 28 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεταξύ Medium diacritics: μεταξύ Low diacritics: μεταξύ Capitals: ΜΕΤΑΞΥ
Transliteration A: metaxý Transliteration B: metaxy Transliteration C: metaksy Beta Code: metacu/

English (LSJ)

(late form μετοξύ PLond.2.177.11 (i A.D.), etc.), Adv., (μετά, ξύν) prop.

   A in the midst: hence,    I as Adv.,    1 of Place, betwixt, between, once in Hom., Il.1.156, cf. h.Merc.159, etc.: with Art., τὸ μ. Hdt.2.8, Ar.Av.551; ἐν τούτῳ μ. Th.4.25; νεάτης τε καὶ ὑπάτης καὶ μέσης καὶ εἰ ἄλλα ἄττα μ. τυγχάνει ὄντα Pl.R.443d; αὐχένα μ. τιθέντες Id.Ti.69e: metaph., φίλος ἢ ἐχθρὸς ἢ μ. Arist.Rh.1376a30.    2 of Time, between-whiles, meanwhile, Hdt.4.155, S.Fr.225, Pl.Ly.207d, etc.; τὰ μ. the intervening events, Isoc.12.201: freq. c. pres. part., μ. ὀρύσσων ἐπαύσατο in the midst of his digging, Hdt.2.158; ἐπελαυνόντων . . μ. Id.4.129; μ. θύων Ar.Ra.1242; μ. πίνων Eup.351.5; μ. πορευομένους X.Cyr.8.8.11, cf. Pl.Ly.207b, etc.; ἐξαναστάντες μ. δειπνοῦντες in the middle of supper, D.18.169; ἀπαγχομένη μ. κατεκλίθη (κατεκωλύθη Blass), i. e. in the interval between this and reviving, And.1.125: freq. with Verbs of speaking, λέγοντα μ. in the middle of my discourse, Pl.Ap.40b, cf. Euthd.275e, R.336b: without part., μ. ὑπολαβεῖν to interrupt, X.An.3.1.26; μ. τὸν λόγον καταλύομεν Pl.Grg. 505c; μ. διαλῦσαι τὴν συνουσίαν Id.Prt.336e; ἐν τῷ μ. (sc. χρόνῳ) X. Smp.1.14: with χρόνῳ, D.30.17.    b in late writers, like μετά (Adv.), after, afterwards, τὸ μ. σάββατον the next Sabbath, Act.Ap. 13.42; οἱ μ. τούτων βασιλεῖς the kings who followed them, J.BJ5.4.2; οἱ μ. τούτων, = Lat. posterieorum, IG14.1913.    3 of Qualities, τὰ μ. intermediate, i.e. neither good nor bad, Pl.Grg.468a.    4 of Degree, ὅσον τὸ μ. how great is the difference, Timocl.22.1.    5 Gramm., the neuter gender, Arist.SE166b12, Po.1458a17.    II as Prep. c. gen., between, Hdt.1.6,7.85, Th.1.118, 4.42, etc.; μ. σοφίας καὶ ἀμαθίας Pl.Smp.202a; μ. τούτοιν ἀμφοῖν ἐν μέσῳ ὄν Id.R.583c; αἱ μ. τῶν λόγων διηγήσεις the explanations between the speeches, Id.Tht. 143c; but μ. τῶν λόγων if I may interrupt the argument, Id.Phdr. 230a; μ. τῶν βασιλέων among kings, Plu.2.177c; between parties to an agreement, τιμὴ ἡ συμφωνηθεῖσα μ. τινῶν BGU316.15 (iv A. D.); τὰ μ. σύμφωνα the terms agreed between the parties, POxy.914.8 (v A.D.): sts. one of the extremes is omitted, ἄνωθεν τῶν Θυεστείων ῥακῶν μ. τῶν Ἰνοῦς Ar.Ach.434; ἢ ἐναντίοις οὖσιν ἢ μ. Arist.GC319b12; ἦν συμφέρον ὡς πλεῖστον τὸν μ. χρόνον γενέσθαι τῶν ὅρκων D.18.26.    b μ. θύρας in the opening of the door, Sor.1.119.    2 of Time, ὁ μ. τῆς δίκης τε καὶ τοῦ θανάτου [χρόνος] Pl.Phd.58c, cf. E.Hec. 437; τὰ μ. τούτου meanwhile, S.OC291: as a Prep., it may either precede or follow its case, but more freq. precedes, cf. Pl.Phd.71a and b.

German (Pape)

[Seite 151] (vgl. μετά, μέσος), zwischen, dazwischen; μάλα πολλὰ μεταξὺ οὔρεα, sehr viele Berge liegen dazwischen, Il. 1, 156; H. h. Merc. 159; μεταξὺ δ' ἀλκὰ δι' ὀλίγου τείνει πύργος, Aesch. Spt. 762; τὰ δὲ μεταξὺ τούτων μηδαμῶς γίγνου κακός, Soph. O. C. 292, inzwischen, bis dahin; so c. gen. auch Eur., ξίφους μεταξὺ καὶ πυρᾶς Ἀχιλλέως, Hec. 437, wie Her. σκευὴν μεταξὺ ἔχουσι πεποιημένην τῆς τε Περσικῆς καὶ τῆς Πακτυϊκῆς, 7, 85; μεταξὺ τούτων γιγνόμενον, dazwischen kommen, Plat. Parm. 152 c; auch vollständiger, μεταξὺ τούτοιν ἀμφοῖν ἐν μέσῳ ὄν, Rep. IX, 583 c; mit dem Artikel, αἱ μεταξὺ τῶν λόγων διηγήσεις, Theaet. 143 c, wie ὁ μεταξὺ τῆς δίκης τε καὶ τοῦ θανάτου χρόνος, die dazwischenliegende, die Zwischenzeit, Phaed. 58 c; vgl. ὑφ' ἡμῶν τῶν μεταξὺ ὄντων τοῦ κακοῦ τε καὶ ἀγαθοῦ, Lys. 220 d; ἐν τῷ μεταξύ, in dem Zwischenraume, Thuc. 4, 25; – μεταξὺ τὸν λόγον καταλύειν, in der Mitte die Rede abbrechen, Plat. Gorg. 505 c. – Mit dem partic. = während, μεταξὺ ὀρύσσων, während er grub, mitten im Graben, Her. 2, 158; πολλαχοῦ δή με ἐπέσχε λέγοντα μεταξύ, Plat. Apol. 40 b, während ich sprach, vgl. Phaedr. 234 d, öfter; μεταξὺ λέγων ἐνεθυμήθην, Dem. 24, 122; Sp., wie λουόμενος μεταξύ, während des Badens, Luc. Nigr. 13; – μεταξὺ ὑπολαβών, sc. λέγοντος, dazwischen das Wort nehmend, unterbrechend, Xen. An. 3, 1, 27; μεταξὺ τῶν λόγων, à propos, Plat. Phaedr. 230 a; Apollod. Gel. bei Poll. 10, 93. – Auch bei Sp., τὸ μεταξὺ διάστημα θερινῶν ἀνατολῶν καὶ μεσημβρίας, Pol. 3, 37, 4; ἔτι μεταξὺ αὐτοῦ λέγοντος, 15, 23, 4, während er noch redete, wie Luc. Cont. 6 u. a. Sp.; vgl. Jacobs zu Achill. Tat. p. 891.

Greek (Liddell-Scott)

μεταξύ: Ἐπίρρ. (μετά, ξὺν) κυρίως, ἐν τῷ μέσῳ: ἐντεῦθεν, Ι. ὡς ἐπίρρ., 1) τόπου, μεταξύ, «ἀνάμεσα», Ἰλ. Α. 156, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 159, καὶ Ἀττ.· ὡσαύτως μετὰ τοῦ ἄρθρου, τὸ μεταξὺ Ἡρόδ. 2. 8, Ἀριστοφ. Ὄρν. 551· ἐν τῷ μ. Θουκ. 4. 25· τὰ μ., τὰ μεσολαβοῦντα μέρη, Ἰσοκρ. 275Α. β) μεταφ., φίλος ἢ ἐχθρὸς ἢ μ. Ἀριστ. Ρητ. 1. 15, 19. γ) ἐν χρήσει ὡς κατηγορούμενον, εἰ ἄλλα ἄττα μ. τυγχάνει ὄντα Πλάτ. Πολ., 443Ε· αὐχένα μ. τιθέναι ὁ αὐτ. ἐν Τιμ. 69Ε. 2) ἐπὶ χρόνου, ἐν τῷ μεταξύ, Ἡρόδ. 4. 129, 155, Σοφ. Ἀποσπ. 218, Πλάτ. Πολ. 443Ε, κτλ.· συχνάκις μετὰ μετοχῆς ἐνεστῶτος, μεταξὺ ὀρύσσων, ἐν τῷ μέσῳ τῆς ἐργασίας του, ἐν ᾧ ἔσκαπτε, Λατ. inter fodiendum, Ἡρόδ. 2. 158· μ. θύων Ἀριστοφ. Βάτρ. 1242· μ. πίνων Εὔπολ. ἐν Ἀδήλ. 2. 5· μ. πορευόμενος Ξεν. Κύρ. 8. 8, 11, πρβλ. Πλάτ. Λῦσ. 207Α, κτλ.· ἐξαναστάντες μεταξὺ δειπνοῦντες, ἐγερθέντες ἐν τῷ μέσῳ τοῦ δείπνου, Δημ. 284. 24· ἀπαγχομένη μ. κατεκλίθη, δηλ. ἐν τῷ μεταξὺ τούτου καὶ τῆς ἀναβιώσεως, Ἀνδοκ. 16. 28· συχνάκις μετὰ λεκτικῶν ῥημάτων, πολλαχοῦ δή με ἐπέσχε λέγοντα μεταξύ, ἐν τῷ μέσῳ τοῦ λόγου μου, ἐνῷ ἔλεγον, Πλάτ. Ἀπολ. 40Β, πρβλ. Εὐθύδ. 275Ε, Πολ. 336Β· προσέτι μεταξὺ ὑπολαβών, διακόψας μεταξὺ τὸν ἀγορεύοντα, Ξεν. Ἀν. 3. 1, 27, πρβλ. Πλάτ. Γοργ. 505C, Πρωτ. 336Ε· - ἐν τῷ μ. (δηλ. χρόνῳ) Ξεν. Συμπ. 1. 14, Δημ. 868. 16. β) παρὰ μεταγεν. ὡς τὸ μετὰ (ἐπίρρ.), μετὰ ταῦτα, κατόπιν, εἰς τὸ μεταξύ σάββατον Πράξ. Ἀποστ. ιγ΄, 42, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Πόλ. 5. 4, 2, Κλήμ. Ρώμ. εἰς Ἐπιστ. π. Κορ. α΄, 44, κτλ. 3) ἐπὶ ἰδιοτήτων, τὰ μεταξύ, δηλ. τὰ μήτε ἀγαθὰ μήτε κακά, Πλάτ. Γοργ. 468Α. 4) ἐπὶ βαθμοῦ, ὅσον τὸ μ., πόσον μεγάληδιαφορά, ὅσον τὸ μεταξύ, μετὰ κορίσκης ἢ μετὰ χαμαιτύπης τὴν νύκτα κοιμᾶσθαι, βαβαὶ Τιμοκλ. ἐν «Μαραθωνίοις» 1. 5) παρὰ Γραμμ., τὸ οὐδέτερον γένος, Ἀριστ. Σοφιστ. Ἔλεγχ. 4. 14, Ποιητ. 21, 26. ΙΙ. ὡς πρόθ. μετὰ γεν., μεταξύ, «ἀνάμεσα», Ἡρόδ. 1. 6., 7. 85, Ἀριστοφ. Ἀχ. 433, Θουκ. 1. 118., 4. 42, κτλ.· μ. σοφίας καὶ ἀμαθίας Πλάτ. Συμπ. 202Α· μ. τούτοιν ἀμφοῖν ἐν μέσῳ ὂν ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 583C· αἱ μ. τῶν λόγων διηγήσεις, αἱ παρεισαγόμεναι εἰς τὴν συζήτησιν, ὁ αὐτ. ἐν Θεαιτ. 143C· ἀλλά, μ. τῶν λόγων, ἂν δύναμαι νὰ διακόψω τὴν συζήτησιν, ἀτάρ, ὦ ἑταῖρε, μεταξὺ τῶν λόγων, ἆρ’ οὐ τόδε ἦν τὸ δένδρον, ἐφ’ ὅπερ ἦγες ἡμᾶς; ὁ αὐτ. ἐν Φαίδρ. 230Α· μ. βασιλέων Πλούτ. 2. 177C· - ἐνίοτε τὸ ἕτερον τῶν δύο ἄκρων παραλείπεται, ἄνωθεν τῶν Θυεστείων ῥακῶν, μ. τῶν Ἰνοῦς Ἀριστοφ. Ἀχ. 434· ἢ ἐναντίοις οὖσιν ἢ μ. Ἀριστ. π. Γεν. καὶ Φθορ. 1. 4, 2· ἦν συμφέρον ὡς πλεῖστον τὸν μ. χρόνον γενέσθαι τῶν ὅρκων Δημ. 233. 27. 2) ἐπὶ χρόνου, ὁ μ. τῆς δίκης τε καὶ τοῦ θανάτου [[[χρόνος]]] Πλάτ. Φαίδων 58C· ἐν τῷ μ. χρόνῳ ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 450C· τὰ μ. τούτων, ἐν τῷ μεταξύ, Σοφ. Ο. Κ. 291, πρβλ. Εὐρ. Ἑκ. 437· οὕτω καὶ μόνον τὸ μ., Πλάτ. Λῦσ. 207D· - ὡς πρόθεσις δύναται εἴτε νὰ προῃγῆται εἴτε νὰ ἕπηται τῷ πτωτικῷ, ἀλλὰ συνηθέστερον προηγεῖται, πρβλ. Πλάτ. Φαίδωνα 71Α καὶ Β.

French (Bailly abrégé)

adv. et prép.
dans l’intervalle, au milieu : πολλὰ μεταξὺ οὔρεα IL il y a beaucoup de montagnes dans l’intervalle ; ὁ, ἡ, τὸ μεταξύ ATT la personne ou la chose qui se trouve entre ; fig. φίλος ἢ ἐχθρὸς ἢ μεταξύ ARSTT ami ou ennemi ou entre les deux, càd neutre ; fig. σκευὴ μεταξὺ τῆς τε Περσικῆς καὶ τῆς Πακτυϊκῆς HDT équipement qui tient le milieu entre celui des Perses et celui des Pactyes ; avec idée de temps, dans l’intervalle : ὁ μεταξύ χρόνος DÉM le temps dans l’intervalle ; ἐν τῷ μεταξύ XÉN dans l’intervalle ; μεταξὺ ὑπολαβών XÉN l’ayant interrompu.
Étymologie: μετά, ξύν.

English (Autenrieth)

between, Il. 1.156†.

English (Strong)

from μετά and a form of σύν; betwixt (of place or person); (of time) as adjective, intervening, or (by implication) adjoining: between, mean while, next.

English (Thayer)

(from μετά and ξύν, equivalent to σύν), adverb;
1. between (in the midst, Homer, Iliad 1,156; ἐν τῷ μεταξύ, meanwhile, in the mean time, cf. ἐν τῷ καθεξῆς (see καθεξῆς): Xenophon, symp. 1,14; with χρόνῳ added, Plato, rep. 5, p. 450c.; Josephus, Antiquities 2,7, 1; ὁ μεταξύ χρόνος, Herodian, 3,8, 20 (10 edition, Bekker cf. Winer s Grammar, 592 f (551))).
b. like a preposition with a genitive (cf. Winer s Grammar, 54,6): of place (from Herodotus 1,6 down), Josephus, contra Apion 1,21, 2 (yet see Müller at the passage)); b. j. 5,4, 2; Plutarch, inst. Lac. 42; de discr. amici et adul. c. 22; Theophilus ad Autol. 1,8 and Otto in the place cited; (Clement of Rome, 1 Corinthians 44,2, 3 [ET]; the Epistle of Barnabas 13,5 [ET])), after, afterward: τό μεταξύ σάββατον, the next (following) sabbath, Acts 13:42 (where see Meyer)).