ὀνομάζω: Difference between revisions

From LSJ

μή μοι θεοὺς καλοῦσα βουλεύου κακῶς· πειθαρχία γάρ ἐστι τῆς εὐπραξίας μήτηρ, γυνὴ Σωτῆρος· ὦδ᾽ ἔχει λόγος → When you invoke the gods, do not be ill-advised. For Obedience is the mother of Success, wife of Salvation—as the saying goes.

Source
(strοng)
(T21)
Line 27: Line 27:
{{StrongGR
{{StrongGR
|strgr=from [[ὄνομα]]; to [[name]], i.e. [[assign]] an [[appellation]]; by [[extension]], to [[utter]], [[mention]], [[profess]]: [[call]], [[name]].
|strgr=from [[ὄνομα]]; to [[name]], i.e. [[assign]] an [[appellation]]; by [[extension]], to [[utter]], [[mention]], [[profess]]: [[call]], [[name]].
}}
{{Thayer
|txtha=1st aorist ὠνόμασα; [[passive]], [[present]] ὀνομάζομαι; 1st aorist ὠνομασθην; ([[ὄνομα]]); from [[Homer]] [[down]]; to [[name]] (cf. Winer s Grammar, 615 (572));<br /><b class="num">a.</b> τό [[ὄνομα]], to [[name]] i. e. to [[utter]]: [[passive]] [[τοῦ]] κυρίου ( Χριστοῦ), the [[name]] of the Lord (Christ) [[namely]], as his Lord, Sept. for יְהוָה שֵׁם הִזְכִּיר, to [[make]] [[mention]] of the [[name]] of Jehovah in [[praise]], said of his worshippers, τό [[ὄνομα]] Ἰησοῦ [[ἐπί]] τινα, [[ἐπί]], C. I:1c., p. 234{b} [[middle]] b. τινα, [[with]] a [[proper]] or an appellative [[name]] as [[predicate]] accusative, to [[name]], i. e. [[give]] [[name]] to, [[one]]: to be named, i. e. [[bear]] the [[name]] of, ἐκ [[with]] the genitive of the [[one]] from whom the [[received]] [[name]] is [[derived]], [[Homer]] Iliad 10,68; [[Xenophon]], mem. 4,5, 12).<br /><b class="num">c.</b> τινα or τί, to [[utter]] the [[name]] of a [[person]] or [[thing]]: [[ὅπου]] ὠνομάσθη [[Χριστός]], of the lands [[into]] [[which]] the [[knowledge]] of Christ has been carried, ὀνομάζεσθαι of things [[which]] are called by [[their]] [[own]] [[name]] [[because]] [[they]] are [[present]] or [[exist]] (as opposed to those [[which]] are [[unheard]] of), [[ἐπονομάζω]].)
}}
}}

Revision as of 18:02, 28 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀνομάζω Medium diacritics: ὀνομάζω Low diacritics: ονομάζω Capitals: ΟΝΟΜΑΖΩ
Transliteration A: onomázō Transliteration B: onomazō Transliteration C: onomazo Beta Code: o)noma/zw

English (LSJ)

impf.

   A ὠνόμαζον A.Ag.682 (lyr.), etc. ; Ep. ὀν- Il.1.361, al. : fut. ὀνομάσω Pl.Cra.423d : aor. ὠνόμασα Od.24.339, etc.: pf. ὠνόμακα Pl.Sph.219b :—Pass., fut. -ασθήσομαι Gal.UP6.16, al. : aor. ὠνομάσθην and pf. ὠνόμασμαι, Th.1.96, 6.96, etc.; Ep. ὀνόμασται Parm.9.1, etc. ; 3pl. ὠνομάδαται D.C.37.16 :—Med., impf. ὠνομάζετο S.OT1021.—Aeol. or Dor. fut. 3sg. ὀνυμάξει (or -εῖ) Berl.Sitzb.1927.167 (Cyrene) : aor. ὀνύμαξε Pi.P.2.44 ; Med. fut. ὀνυμάξομαι ib.7.5 : pres. ὀνυμάζεται Metop. ap. Stob.3.1.116 : (ὄνομα) :—speak of by name, call or address by name, of persons, πατρόθεν ἐκ γενεῆς ὀνομάζων ἄνδρα ἕκαστον Il.10.68, cf. 22.415 and ὀνομακλήδην ; Πυθοδώρου... ὃν Ἀθηναῖοι οὐκ ὀνομάζουσιν X.HG2.3.1 (interpol.); τοῖς προγόνοις -αζομένοις ἀπομνημονεύεται ὁπόστος ἀφ' Ἡρακλέους ἐγένετο his descent . . is traced by naming his ancestors, Id.Ages.1.2.    2 of things, name, specify, περικλυτὰ δῶρ' ὀνόμαζον Il.18.449 ; but also, name or promise, opp. giving, εἰ μὲν . . μὴ δῶρα φέροι, τὰ δ' ὄπισθ' ὀνομάζοι 9.515 ; εἶναί τι ὀνομάζειν use the term 'being', Pl.Tht.160b, cf. 166c, 201d ; dedicate, τράπεζαν τῷ δαίμονι Theopomp.Hist.121 :—Pass., λόγοισι . . ὠνόμασται βραχέσι have been expressed, S.OC294.    II ὀ. τινά τι call one something, Pi.P.2.44, A.Ag.681 (lyr.), Hdt.4.6, Th.1.3, E.Hel. 1193 ; ὄνομα τί σε . . ὠνόμαζεν λεώς; Id.Heracl.87 (lyr.) :—rarely in Med., παῖδά μ' ὠνομάζετο called me his son, S.OT1021 :—Pass., ὄνομα δ' ὠνομάζετο Ἕλενος Id.Ph.605 ; τὴν αὑτῆς ἐπωνυμίαν ὀνομαζόμενον Pl.Phdr.238a ; ἀντὶ γὰρ φίλων καὶ ξένων, ἃ τότ' ὠνομάζοντο D.18.46.    b nominate, ὀνομασθεὶς εἰς δεκαπρωτείαν POxy.1257.1, cf. 1204.4 (iii A.D.).    2 εἶναι is freq. added pleon., τὰς ὀνομάζουσι εἶναι Ὑπερόχην καὶ . . whose names they say are Hyperoche and... Hdt.4.33 ; σοφιστὴν ὀνομάζουσιν τὸν ἄνδρα εἶναι Pl.Prt.311e, cf. R.428e (Pass.), X.Ap.13, etc. ; cf. καλέω 11.3 b.    III name or call with reference to, in accordance with, or after... τινὰ or τι ἐπί τινι Pl. R.493c :—Pass., ἐπί τινος Isoc.12.183 ; ἔκ τινος S.OT1036, X.Mem. 4.5.12 ; ὁ τῆς ἀρίστης μητρὸς ὠνομασμένος S.Tr.1105.    IV utter names or words, ἐς τρὶς ὀνομάσαι Σόλων Hdt.1.86 ; μάλα σεμνῶς ὀνομάζων D.18.35, cf. 122,21.158 :—Pass., φύσις ἐπὶ τοῖς ὀνομάζεται ἀνθρώποισι the name φύσις is given by men to those things, Emp. 8.4, cf. Parm.9.1 ; παρανομίαν ἐπὶ τοῖς μὴ ἀνάγκῃ κακοῖς ὀνομασθῆναι the name of transgression is applied . ., Th.4.98 ; ἀπὸ τούτου τοῦτο ὀνομάζεται (sc. οὐ φροντὶς Ἱπποκλείδῃ) hence this saying is used, Hdt.6.130.    V make famous, in Pass., οἱ ὠνομασμένοι persons of renown, v.l. for διωνομασμένοι in Isoc.20.19.—Cf. ὀνομαίνω.

German (Pape)

[Seite 348] fut. ὀνομάσω, dor. ὀνομάξω (s. unten ὀνυμάζω), den Namen sagen, nennen, bei Namen aufrufen; πατρόθεν ἐκ γενεῆς ὀνομάζων ἄνδρα ἕκαστον, Il. 10, 68; ἐξονομακλήδην ὀνομάζων ἄνδρα ἕκαστον, namentlich aufrufend, 22, 415; Δαναῶν ὀνόμαζες ἀρίστους, riefst sie mit Namen, Od. 4, 278; πολλὰ περικλυτὰ δῶρ' ὀνόμαζον, Il. 18, 449, zählten sie auf; aber 9, 515 εἰ μὲν γὰρ μὴ δῶρα φέροι, τὰ δ' ὄπισθ' ὀνομάζοι heißt »die Geschenke nennen«, im Ggstz derer, die er giebt, also zusagen, versprechen; ἐς τρὶς όνομάσαι Σόλωνα, Her. 1, 86, sonst οὐνομάζω; – einen Namen geben, benennen, λαοὶ ὀνόμασθεν, Pind. Ol. 9, 50; τίς ποτ' ὠνόμαζεν ὧδ' ἐς τὸ πᾶν ἐτητύμως τὰν δορίγαμβρον Ἑλέναν; Aesch. Ag. 667; auch σοφιστὴν ὀνομάζουσι τὸν ἄνδρα εἶναι, Plat. Prot. 311 e; vgl. Her. 4, 33. – Pass. heißen, τῶν Λαΐου δήπου τις ὠνομάζετο, Soph. O. R. 1042; ὠνομάσθης ἐκ τύχης ταύτης, ὃς εἶ, 1036; u. med., ἀντὶ τοῦ δὴ παῖδά μ' ὠνομάζετο, er nannte mich seinen Sohn, 1021; mit doppeltem accus., ὄνομα ποῖον αὐτὸν ὀνομάζει, Eur. Ion 800, vgl. Hel. 1209; ἃς ἐλπίδας ὀνομάζομεν, Plat. Phil. 40 a, öfter, bes. im Crat.; Folgde, τοῦτο ἡ ναῦς ὠνομάζετο, so hieß das Schiff, Ep. ad. 364 (IX, 684), Τηλεβόαι γάρ με τόδ' ὠνόμασαν; überh. aussprechen, Wörter, Ausdrücke gebrauchen, sich ausdrücken, οὐ γὰρ τὰ ῥήματα τὰς οἰκειότητας ἔφη βεβαιοῦν, μάλα σεμνῶς ὀνομάζων, Dem. 18, 35; βο ᾷς ῥητὰ καὶ ἄῤῥητα ὀνομάζων, 18, 122. – Auch = namhaft, berühmt machen, οἱ ὠνομασμένοι, im Ggstz von ἄδοξοι, Isocr. 20, 19 (Bekk. διωνομασμένοι); ὠνομασμένος τὸ γένος, D. Sic. 11, 78. – Vgl. όνομαστός.

Greek (Liddell-Scott)

ὀνομάζω: Ὁμ. Ἰλ. καὶ Ἀττ., Ἰων. οὐνομάζω Ἡρόδ. 1. 7, 72: παρατ. ὠνόμαζον Αἰσχύλ., κλ., Ἐπικ. ὀνόμαζον Ὅμηρ.: μέλλ. ὀνομάσω Πλάτ.: ἀόρ. ὠνόμασα Ὀδ. Ω. 339, Ἀττ. Ἰων. οὐν- Ἡρόδ. 1. 23· - πρκμ. ὠνόμακα Πλάτ. Σοφ. 219Β· - Παθ., μέλλ. ὀνομασθήσομαι Γαλην.: ἀόρ. ὠνομάσθην καὶ πρκμ. ὠνομασμαι Σοφ., Πλάτ., κλ.· γ΄ πληθυν. ὠνομάδαται Δίων Κ. 37. 16. - Μέσ., παρατ. ὠνομάζετο Σοφ. Ο. Τ. 1021. - Αἰολ. μέσ. μέλλ. ὀνυμάξομαι, Πινδ. Π. 7. 6: ἀόρ. ὀνύμαξε αὐτόθι 2. 84· (ὄνομα). Ὀνομάζω, καλῶ τινα κατ’ ὄνομα, προφέρω τὸ ὄνομά τινος, ὁμιλῶ περὶ τινος ὀνομαστί, ὁμιλῶ πρός τινα κατ’ ὄνομα, ἐπὶ προσώπων, πατρόθεν ἐκ γενεῆς ὀνομάζων ἄνδρα ἕκαστον Ἰλ. Κ. 68, πρβλ. Χ. 415., καὶ ἴδε ὀνομακλήδην: Πυθοδώρου.., ὃν Ἀθηναῖοι οὐκ ὀνομάζουσιν Ξεν. Ἑλλ. 2. 3, 1· οὕτως, ἐς τρίς ὀνομάσαι Σόλωνα Ἡρόδ. 1. 86 (ὅστις ἀλλαχοῦ μεταχειρίζεται τὸν Ἰων. τύπον). 2) ἐπὶ πραγμάτων, ὁρίζω ἰδιαιτέρως, δηλῶ, λέγω, περικλυτὰ δῶρ’ ὀνόμαζον Ἰλ. Σ. 449· ἀλλὰ καὶ ὀνομάζω, ἢ ὑπισχνοῦμαι, ἀντίθετον τῷ δίδωμι, εἰ μὲν.. μὴ δῶρα φέροι, τὰ δ’ ὄπισθ’ ὀνομάζοι Ι. 511 (507), πρβλ. Seidl. εἰς Εὐρ. Ἠλ. 33· εἶναί τι ὀνομάζειν, ὀνομάζειν τι «εἶναι», Πλάτ. Θεαίτ. 160Β, πρβλ. 166C, 201D· - ὡσαύτως, ἀφιερώνω, τράπεζαν τῷ δαίμονι Θεοπόμπ. Ἱστ. παρ’ Ἀθην. 252Β. - Παθ., λόγοισι.. ὠνόμασται βραχέσι, διὰ βραχέων ἔχουσι λεχθῆ, ἐκτεθῆ, Σοφ. Ο. Κ. 294. ΙΙ. ὀν. τινὰ τι, καλεῖν τινά τι, Πινδ. Π. 2. 82, Ἡρόδ. 4. 6, 59, Εὐρ. Ἑλ. 1193, πρβλ. Αἰσχύλ. Ἀγ. 681. Θουκ. 1. 3· ὄνομα τί σε.. ὠνόμαζεν λεώς; Εὐρ. Ἡρακλ. 86· ἐπωνυμίαν ὀν. τινά.. Πλάτ. Φαῖδρ. 238Α· σπανίως ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, παῖδά μ’ ὠνομάζετο, μὲ ἐκάλει υἱόν του, Σοφ. Ο. Τ. 1021. - Παθ., ὄνομα δ’ ὠνομάζετο Ἕλενος Σοφ. Φιλ. 605· ἀντὶ γὰρ φίλων καὶ ξένων, ἃ τότε ὠνομάζοντο Δημ. 241. 11· παρανομίαν ἐπὶ τοῖς μὴ ἀνάγκῃ κακοῖς ὀνομασθῆναι Θουκ. 4. 98. 2) συχνάκις προστίθεται τὸ εἶναι πλεοναστικῶς, τὰς οὐνομάζουσι εἶναι Ὑπερόχην καὶ.., ὧν τὰ ὀνόματα λέγουσιν ὅτι εἶναι ὑπ’ ..., Ἡρόδ. 4. 33· σοφιστὴν ὀνομάζουσιν τὸν ἄνδρα εἶναι Πλάτ. Πρωτ. 311Ε, πρβλ. Πολ. 428Ε, Ξεν. Ἀπολ. 13, κτλ.· πρβλ. καλέω ΙΙ. 3. β. III. ὀνομάζω, δίδω ὄνομα ἔκ τινος προσώπου, πράγματος ἢ γεγονότος..., τινὰ ἢ τι ἐπί τινι Ἡρόδ. 4. 98, Πλάτ. Πολ. 493C· ἐπὶ τινος Ἰσοκρ. 271C· ἔκ τινος Σοφ. Ο.Τ. 1036, Ξεν. Ἀπομνημ. 4. 5, 12. - Παθ., ὁ τῆς ἀρίστης μητρὸς ὠνομασμένος Σοφ. Τρ. 1105· ἀπὸ τούτου τοῦτο οὐνομάζεται, οὐ φροντὶς Ἱππ., ἐντεῦθεν ἐπήγασε τοῦτο τὸ ῥητόν, Ἡρόδ. 6. 129. IV. μεταχειρίζομαι ὄνομα ἢ λέξεις, μάλα σεμνῶς ὀνομάζων Δημ. 237. 11, πρβλ. 268. 13., 565, ἐν τέλ. - Παθ., φύσις ὀνομάζεται ἐπί τινι, τὸ ὄνομα φύσις εἶναι ἐν χρήσει, Ἐμπεδ. 101. V. ἐν τῷ παθ., τοῖς προγόνοις ὀνομαζομένοις ἀπομνημονεύεται, τοῖς ἐκ τῶν προγόνων γενομένοις ὀνομαστοῖς ἀπομν., Ξεν. Ἀγησ. 1, 2· οἱ ὠνομασμένοι = ὀνομαστοί, διάφ. γραφ. παρ’ Ἰσοκρ. 398D. - Πρβλ. ὀνομαίνω.

French (Bailly abrégé)

f. ὀνομάσω, ao. ὠνόμασα, pf. ὠνόμακα;
Pass. f. ὀνομασθήσομαι, ao. ὠνομάσθην, pf. ὠνόμασμαι;
I. nommer, d’où
1 appeler par son nom : ἄνδρα ἕκαστον IL chaque homme ; τὸν μὲν ἐγὼν… ὀνομάζειν αἰδέομαι OD je ne prononce son nom qu’avec respect;
2 énumérer en désignant, détailler : πολλὰ δῶρα IL beaucoup de présents;
3 exprimer en termes précis : λόγοισιν οὐνομάζειν poét. βράχεσι (τἀνθυμήματα) SOPH exprimer nettement (sa pensée) en peu de mots;
II. donner tel ou tel nom à, dénommer ; Pass. être nommé, s’appeler : ὀνομάζεσθαι ἔκ τινος XÉN être nommé ou dénommé par ou d’après ; ἀπὸ τούτου μὲν τοῦτο ὀνομάζεται HDT c’est à cause de cela qu’on dit, c’est de là que vient le proverbe;
Moy. ὀνομάζομαι désigner par un nom, dénommer.
Étymologie: ὄνομα.

English (Autenrieth)

ipf. ὀνόμαζον, aor. ὠνόμασα: call or address by name (Il. 22.415, Il. 10.68), name, mention; the phrase ἔπος τ' ἔφατ ἔκ (adv.) τ' ὀνόμαζεν (and ‘familiarly addressed’ him) is always followed either by the name of the person addressed or by some substantial equivalent for the name.

Spanish

llamar por el nombre, invocar, pronunciar

English (Strong)

from ὄνομα; to name, i.e. assign an appellation; by extension, to utter, mention, profess: call, name.

English (Thayer)

1st aorist ὠνόμασα; passive, present ὀνομάζομαι; 1st aorist ὠνομασθην; (ὄνομα); from Homer down; to name (cf. Winer s Grammar, 615 (572));
a. τό ὄνομα, to name i. e. to utter: passive τοῦ κυρίου ( Χριστοῦ), the name of the Lord (Christ) namely, as his Lord, Sept. for יְהוָה שֵׁם הִזְכִּיר, to make mention of the name of Jehovah in praise, said of his worshippers, τό ὄνομα Ἰησοῦ ἐπί τινα, ἐπί, C. I:1c., p. 234{b} middle b. τινα, with a proper or an appellative name as predicate accusative, to name, i. e. give name to, one: to be named, i. e. bear the name of, ἐκ with the genitive of the one from whom the received name is derived, Homer Iliad 10,68; Xenophon, mem. 4,5, 12).
c. τινα or τί, to utter the name of a person or thing: ὅπου ὠνομάσθη Χριστός, of the lands into which the knowledge of Christ has been carried, ὀνομάζεσθαι of things which are called by their own name because they are present or exist (as opposed to those which are unheard of), ἐπονομάζω.)