διατάσσω: Difference between revisions
(strοng) |
(T21) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{StrongGR | {{StrongGR | ||
|strgr=from [[διά]] and [[τάσσω]]; to [[arrange]] [[thoroughly]], i.e. ([[specially]]) [[institute]], [[prescribe]], etc.: [[appoint]], [[command]], [[give]], ([[set]] in) [[order]], [[ordain]]. | |strgr=from [[διά]] and [[τάσσω]]; to [[arrange]] [[thoroughly]], i.e. ([[specially]]) [[institute]], [[prescribe]], etc.: [[appoint]], [[command]], [[give]], ([[set]] in) [[order]], [[ordain]]. | ||
}} | |||
{{Thayer | |||
|txtha=1st aorist διέταξα; [[perfect]] infinitive διατεταχέναι (Tdf.)); [[passive]], [[perfect]] preposition διατεταχέναι; 1st aorist participle διατεταγμένος; 2nd aorist participle διαταχθεις; [[middle]], [[present]] διατάσσομαι; [[future]] διατάξομαι; 1st aorist διεταξάμην; (on the [[force]] of [[διά]] cf. German verordnen, (Latin disponere, Winer s De [[verb]]. comp. etc. Part v., p. 7f)); to [[arrange]], [[appoint]], [[ordain]], [[prescribe]], [[give]] [[order]]: τίνι, T τεταχέναι Tr marginal [[reading]] brackets δια(; τίνι followed by an infinitive τί, [[passive]], ὁ [[νόμος]] διαταγείς δἰ ἀγγέλων ([[see]] [[διαταγή]]): [[Hesiod]], Works, 274); τίνι τί, [[passive]]: ),10; [[οὕτω]] ἦν διατεταγμένος (cf. Winer s Grammar, 262 (246); (Buttmann, 193 (167))), τίνι, τί, τίνι, followed by an infinitive: [[ἐπιδιατάσσομαι]].) | |||
}} | }} |
Revision as of 18:02, 28 August 2017
English (LSJ)
Att. διατάττω, pf.
A διατέτᾰχα BGU1151.6 (i B. C.), prob. in OGI326.27 (Teos):—appoint or ordain severally, dispose, εὖ δὲ ἕκαστα ἀθανάτοις διέταξε Hes.Th.74; ἀνθρώποισι νόμον δ. Id.Op.276; appoint to separate offices, δ. τοὺς μὲν οἰκίας οἰκοδομέειν, τοὺς δὲ δορυφόρους εἶναι Hdt.1.114; δ. τι εἶναι Pl.Ti.45b; τίνας εἶναι χρεὼν τῶν ἐπιστημῶν . . ἡ πολιτικὴ δ. Arist.EN1094b1: abs., make arrangements, πρὸς τὸ συμπῖπτον ἀεὶ δ. X.Cyr.8.5.16:—Med., arrange for oneself, classify, Pl.Phdr.271b; τινὶ περί τινος Plb.5.21.1; undertake, pledge oneself, πρός τινα c. fut. inf., ib.14.11; also in act. sense, περὶ θυσιῶν OGI331.53(Pergam.):—Pass., to be appointed, constituted, Pl.Lg.932a; παρὰ τὰ -τεταγμένα contrary to orders, BGU1022.17 (ii A. D.): c. inf., v.l. in Hdt.1.110: c. acc., δ. γῆν to be appointed to cultivate, POxy.899.22 (200 A. D.). 2 esp. draw up an army, set in array, Hdt.6.107, Th.4.103; διέταξε χωρὶς ἑκάστους εἶναι Hdt.1.103:—Med., διαταξάμενοι posting themselves in battle-order, Ar.V. 360, Th.8.104, X.HG7.1.20:—pf. Pass., διατετάχθαι to be in battleorder, Hdt.7.178, Th.4.31; διετέτακτο Hdt.6.112 (but in med. sense, J.AJ12.5.4). II Med., make teslamentary dispositions, περί τινος Plu.2.1129a; order by will, c. inf., AP11.133 (Lucill.); bequeath, BGU1151.6 (i B. C.):—Pass., to be bequeathed, PFay.97.13 (i A. D.).
German (Pape)
[Seite 605] att. διατάττω, anordnen, festsetzen, νόμον, Hes. O. 274; Theogn. 74; πάντα ταῦτα ἔμμετρα δεῖ τὸν νόμον διατάττειν Plat. Legg. V, 746 e, u. öfter; τὰ κατὰ τὴν Ἰβηρίαν Pol. 11, 33; φόροι διαταχθέντες, bestimmte Steuern, 3, 33, 6; bes. = in Reihe u. Glied, in Schlachtordnung stellen, Her. 6, 112. 117; στρατόν 7, 81; Xen. Cyr. 8, 5, 15 u. sonst; dah. pass., in Reihe u. Glied gestellt werden, oft bei Histor.; διατέταγμαι ἐπορᾶν, ich bin beordert worden, Her. 1, 100; auch διατετάχθαι, an verschiedenen Orten aufgestellt sein, 7, 124. 8, 34. – Sp. oft absolut, τοῖς μαθηταῖς Matth. 11, 1. – Med., sich in Schlachtordnung stellen, Ar. Vesp. 360; Xen. öfter; durch ein Testament verfügen, Plut.; vgl. Lucill. 77 (XI, 133). Auch = act., an seinen Ort stellen, Plat. Phaedr. 271 b.
Greek (Liddell-Scott)
διατάσσω: Ἀττ. -ττω, μέλλ. -ξω: - διατίθημι κατὰ τάξιν, εὖ δὲ ἕκαστα ἀθανάτοις διέταξε Ἡσ. Θ. 74, πρβλ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 274· διορίζω, ἀποχωρίζω ἔργα, ὑπουργήματα, δ. τοὺς μὲν οἰκίας οἰκοδομέειν, τοὺς δὲ δορυφόρους εἶναι Ἡρόδ. 1. 114· τίνας εἶναι χρεὼν τῶν ἐπιστημῶν… ἡ πολιτικὴ δ. Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 1. 2, 6· - ἀπολ., τακτοποιῶ, διευθετῶ, Ξεν. Κύρ. 8. 5. 16. - Μέσ., τακτοποιῶ δι’ ἐμαυτόν, διευθετῶ τὰ ἐμά, Πλάτ. Φαίδρ. 271Β· δ. τι εἶναι ὁ αὐτ. Τίμ. 45Β· τινὶ περί τινος Πολύβ. 5. 21, 1. - Παθ., διορίζομαι, ὁρίζομαι, τάττομαι, Πλάτ. Νόμ. 931Ε· μετ’ ἀπαρ., Ἡρόδ. 1. 110, Πολύβ. 5. 14, 11. 2) ἰδίως παρατάττω στράτευμα, Ἡρόδ. 6. 107· ὡσαύτως, ἰδιαιτέρως ὁρίζω τὸ μέρος ἑκάστου, τάττω ἕκαστον χωριστὰ εἰς τὸ μέρος του, ὁ αὐτ. 1. 103. - Μέσ., διαταξάμενοι, παραταχθέντες ὡς εἰς μάχην, Ἀριστοφ. Σφηξ. 360, Ξεν. Ἑλλ. 7. 1. 20· οὕτω καὶ ἐν τῷ παθ. πρκμ., διατετάχθαι, εἶμαι ἐν παρατάξει μάχης, εἶμαι τεθειμένος εἰς διαφόρους θέσεις, Ἡρόδ. 7. 124, 178· διετέτακτο ὁ αὐτ. 6. 117 (ἀλλὰ μετὰ μέσ. σημασίας, Ἰώσηπ. Ἀρχ. Ἱστ. 12. 5, 4). ΙΙ. ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, κάμνω διαθήκην, περί τινος Πλούτ. 2. 1129Α· ὁρίζω, ἐπιτάττω διὰ διαθήκης, μετ’ αἰτ. προσ. καὶ ἀπαρ., Ἀνθ. Π. 11. 133.
French (Bailly abrégé)
f. διατάξω, etc.
1 disposer en ordre : στρατόν XÉN les rangs d’une armée;
2 p. suite distribuer, répartir (pour une charge, etc.) : δ. τοὺς μὲν οἰκίας οἰκοδομέειν, τοὺς δὲ δορυφόρους εἶναι HDT répartir les emplois en ordonnant aux uns de construire des maisons, aux autres de servir comme doryphores ; διατετάχθαι HDT être placés chacun à son poste, être répartis dans différents postes;
3 prendre des dispositions, càd distribuer des ordres ; Pass. διατέταγμαι avec l’inf. HDT j’ai pour ma part reçu l’ordre de;
Moy. διατάσσομαι;
1 tr. régler par une disposition testamentaire ; exprimer sa volonté;
2 intr. se placer chacun à son poste de combat.
Étymologie: διά, τάσσω.
Spanish (DGE)
• Alolema(s): át. -ττω
A tr.
I 1gener. disponer, establecer ἀνθρώποισι νόμον διέταξε Κρονίων Hes.Op.276, cf. Th.74, ἐγὼ πάντα καὶ διεμέτρησα καὶ διέταξα X.Oec.4.22, los fenómenos celestes, Epicur.Ep.[2] 76, πάντα ... κατὰ τὴν αὑτοῦ προαίρεσιν Plb.3.19.12, cf. 11.33.8, τὴν πολιορκίαν I.BI 2.434, τοὺς Ἑβραίους ... διατάξας εἰς φρατρίας I.AI 2.312, en v. pas. τούτων ... οὕτως φύσει διατεταγμένων establecidas así estas cosas por naturaleza Pl.Lg.932a, cf. Vett.Val.5.9, 143.4, ὁ τῷ Καμβύλῳ διατεταγμένος τόπος el sitio establecido con Cámbilo Plb.8.20.5, φόροι ... διαταχθέντες tributos establecidos Plb.2.12.3, πολλοὶ ... κατηκολούθουν οἷς ὁ βασιλεὺς διετέτακτο I.AI 12.255, (νόμος) διαταγεὶς δι' ἀγγέλων (ley) promulgada por obra de ángeles, Ep.Gal.3.19, διετάσσετο γῆν βασιλικήν estaba asignado a(l cultivo de) la tierra real, POxy.899.22 (II/III d.C.)
•fig. en v. med. ordenar, poner en orden, clasificar c. ac. τὰ δὲ ἄλλα ἡ φύσις διετάξατο Hp.Anat.1, διαταξάμενος τὰ λόγων τε καὶ ψυχῆς γένη Pl.Phdr.271b, en v. pas. διατεταγμένοις ὄμμασι con los ojos puestos en orden e.e. en hilera ref. a los círculos de las alas del pavo real, D.P.Au.1.28.
2 milit. formar, colocar en formación στρατόν Hdt.7.81, I.AI 5.27, τοὺς βαρβάρους Hdt.6.107, τοὺς ... ξυμμάχους Th.7.4, τὴν δύναμιν D.S.12.70, τοῦτον διατάξας τοὺς σὺν αὑτῷ τὸν τρόπον I.AI 1.329, en v. med. impers. ὡς δέ σφι διετέτακτο Hdt.6.112.
3 disponer mediante testamento κιθάρας αὑτῷ διετάξατο συγκατακαῦσαι δώδεκα AP 11.133 (Lucill.), (πρόστιμον) διετάξατο ἐπὶ τὸ ἕτερο[ν μηδέ] να ἐπιβληθῆναι τῇ σωματοθήκῃ TAM 3(1).407.4, cf. 586 (ambas Termeso, imper.), en v. pas. τὰ ὑπ' ἐμοῦ διατεταγμένα mis disposiciones testamentarias, POxy.105.7 (II d.C.), abs. (τοῖς υἱοῖς) ἑξῆς διατάσσω PMasp.151.62 (VI d.C.), tb. en v. med. ἐκ τῶν ἰδίων ἃ μὲν ἀπήρτισεν ζῶσα, ἃ δὲ καὶ διαταξαμένη SEG 35.828.5 (Perinto I d.C.), μηδὲ διατάσσου περὶ ταφῆς Plu.2.1129a
•legar mediante testamento ὧν διατέταχεν αὐτῇ ... ὁ μετηλλαχὼς ἀδελφός BGU 1151.6 (I a.C.), en v. pas. (δραχμαί) διαταγεῖσαι ἀπὸ τοῦ τετελευτηκότος αὐτοῦ πατρός PFay.97.13 (I d.C.), cf. BGU 187.4 (II d.C.) en BL 2(2).14.
II 1ordenar, mandar c. inf., frec. c. ἕκαστοι c. idea de distribución τοὺς μὲν οἰκίας οἰκοδομέειν, τοὺς δὲ δορυφόρους εἶναι Hdt.1.114, διέταξε χωρὶς ἑκάστους εἶναι ordenó que cada uno (de los escuadrones) fuera independiente Hdt.1.103, διέταξαν τὸ μετέχον ἡγεμονίας τοῦτ' εἶναι Pl.Ti.45b, διὰ τὸ διατεταχέναι Κλαύδιον χωρίζεσθαι πάντας τοὺς Ἰουδαίους ἀπὸ τῆς Ῥώμης por haber ordenado Claudio que todos los judíos abandonasen Roma, Act.Ap.18.2, cf. Synes.Ep.4, tb. en v. pas. ὡς ἂν διατεταγμένοι ... πάσαις ἐμποδιεῖεν ταῖς ἐπιβολαῖς αὐτοῦ pues habían sido mandados ... para entorpecer todos los planes de éste Plb.5.14.11, διετάγην ἐπὶ τῇ Συρίᾳ ἀπελθεῖν recibí la orden de partir para Siria, SB 12571.7 (IV d.C.), c. interr. indir. τίνας γὰρ εἶναι χρεὼν τῶν ἐπιστημῶν ἐν ταῖς πόλεσι, καὶ ποίας ἑκάστους μανθάνειν ... ἡ πολιτικὴ διατάσσει en efecto, la política regula qué ciencias son necesarias en las ciudades y cuáles aprende cada uno Arist.EN 1094b2, ἀδελφῷ διέταξε πῶς δεήσει τῇ ... ἀρχῇ ... χρῆσθαι Plb.3.33.6, c. περὶ y gen.: περὶ ἑκάστων διατέταχεν OGI 326.27 (Teos II a.C.), c. dat. de pers. τοῖς δώδεκα μαθηταῖς αὐτοῦ Eu.Matt.11.1, tb. en v. med. διαταξάμενος περὶ τοῦ μέλλοντος κινδύνου τοῖς ἡγεμόσι Plb.5.21.1, διεταξάμεθα δὲ ἀκολούθως τούτοις ... περὶ θυσιῶν Welles, RC 67.9 (Pérgamo II a.C.), abs. πρὸς τὸ συμπῖπτον ἀεὶ διατάττων dando siempre órdenes según lo exigían las circunstancias X.Cyr.8.5.16.
2 imper. disponer mediante edicto en v. pas., esp. en part. plu. τά διατεταγμένα equiv. a τὸ διάταγμα, de un gobernador SEG 33.1177.36 (Mira I d.C.), del emperador παρὰ τὰ διατεταγμένα en contra de lo dispuesto en el edicto, BGU 1022.17 (II d.C.), κατὰ τὰ ὑπὸ τῶν ἡγεμόνων καὶ ἐπιτρόπων περὶ τούτου διατεταγμένα de acuerdo con los edictos sobre este asunto de prefectos y procuradores, BGU 648.14 (II d.C.).
B intr., en v. med.
1 distribuirse, repartirse, asignarse c. ac. de rel. χρὴ διατετάχθαι τοὺς ἐν τῇ πόλει μαχομένους τρία μέρη los defensores de la ciudad deben repartirse en tres secciones Aen.Tact.38.1, οἱ δὲ ἄλλοι στρατηγοὶ ὡς ἕκαστοι διετάξαντο los otros estrategos se repartieron a lo largo de la línea Th.8.104, cf. X.HG 7.1.20, ὧδε γὰρ διετετάχατο Th.4.31, αἱ εἰς τὸν μῆνα διατεταγμέναι ἡμέραι Plb.20.6.6, τὰς διαταγείσας μοι ... δραχμάς BGU 187.4 (II d.C.) en BL 2(2).14.
2 milit. colocarse en orden de batalla οἱ μὲν Ἕλληνες κατὰ τάχος ἐβοήθεον διαταχθέντες Hdt.7.178, ξὺν ὅπλοις ἄνδρες ὁπλῖται διαταξάμενοι Ar.V.360.
English (Strong)
from διά and τάσσω; to arrange thoroughly, i.e. (specially) institute, prescribe, etc.: appoint, command, give, (set in) order, ordain.
English (Thayer)
1st aorist διέταξα; perfect infinitive διατεταχέναι (Tdf.)); passive, perfect preposition διατεταχέναι; 1st aorist participle διατεταγμένος; 2nd aorist participle διαταχθεις; middle, present διατάσσομαι; future διατάξομαι; 1st aorist διεταξάμην; (on the force of διά cf. German verordnen, (Latin disponere, Winer s De verb. comp. etc. Part v., p. 7f)); to arrange, appoint, ordain, prescribe, give order: τίνι, T τεταχέναι Tr marginal reading brackets δια(; τίνι followed by an infinitive τί, passive, ὁ νόμος διαταγείς δἰ ἀγγέλων (see διαταγή): Hesiod, Works, 274); τίνι τί, passive: ),10; οὕτω ἦν διατεταγμένος (cf. Winer s Grammar, 262 (246); (Buttmann, 193 (167))), τίνι, τί, τίνι, followed by an infinitive: ἐπιδιατάσσομαι.)