στηρίζω: Difference between revisions
Σιγή ποτ' ἐστὶν αἱρετωτέρα λόγου → Sometimes silence is preferable to words → Est ubi loquelā melius est silentium → Das Schweigen ist dem Reden manchmal vorzuziehn
(strοng) |
(T21) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{StrongGR | {{StrongGR | ||
|strgr=from a presumed derivative of [[ἵστημι]] ([[like]] [[στερεός]]); to [[set]] [[fast]], i.e. ([[literally]]) to [[turn]] [[resolutely]] in a [[certain]] [[direction]], or ([[figuratively]]) to [[confirm]]: [[fix]], (e-)[[stablish]], stedfastly [[set]], [[strengthen]]. | |strgr=from a presumed derivative of [[ἵστημι]] ([[like]] [[στερεός]]); to [[set]] [[fast]], i.e. ([[literally]]) to [[turn]] [[resolutely]] in a [[certain]] [[direction]], or ([[figuratively]]) to [[confirm]]: [[fix]], (e-)[[stablish]], stedfastly [[set]], [[strengthen]]. | ||
}} | |||
{{Thayer | |||
|txtha=[[future]] στηριξω (as in the [[best]] Greek writings), and στηρίσω (in Vat., as in στηριῶ, ἐστήριξα, and ἐστήρισα (στήρισον, L T Tr WH; G L T Tr WH, as in WH s Appendix, p. 170); [[Alexander]] Buttmann (1873) Ausf. Sprchl. i., p. 372; Buttmann, 36 (32); Kühner, § 343, i., p. 910; (Veitch, [[under]] the [[word]])); [[passive]], [[perfect]] ἐστηριγμαι; 1st aorist ἐστηρίχθην; ([[στῆριγξ]] a [[support]]; [[akin]] to [[στερεός]], [[which]] [[see]], [[στερρός]], and German stärken; cf. [[Curtius]], § 222); from [[Homer]] [[down]];<br /><b class="num">a.</b> to [[make]] [[stable]], [[place]] [[firmly]], [[set]] [[fast]], [[fix]]: ἐστήρικται ([[χάσμα]]), is [[fixed]], [[στηρίζω]] τό [[πρόσωπον]], to [[set]] [[one]]'s [[face]] [[steadfastly]], [[keep]] the [[face]] turned ([[τοῦ]] πορεύεσθαι [[εἰς]] [[with]] an accusative of [[place]], a [[Hebrew]] [[expression]] ([[see]] [[πρόσωπον]], 1b. (and cf. Buttmann, § 140,16 δ.; Winer's Grammar, 33)), to [[strengthen]], [[make]] [[firm]]; tropically ([[not]] so in [[secular]] authors) to [[render]] [[constant]], [[confirm]], [[one]]'s [[mind]] (A. V. [[establish]]): τινα, R G ἐπιστηρίζων); has 1st aorist optative 3rd [[person]] [[singular]] στηρίξαι); [[τήν]] καρδίαν τίνος, τινα ἐν τίνι, [[ἐπιστηρίζω]].) | |||
}} | }} |
Revision as of 18:03, 28 August 2017
English (LSJ)
E.Hipp.1207, etc.: fut.
A -ίξω Hp.Morb.4.52 (v.l.), 1 Ep.Pet.5.10, -ίσω LXX Si.38.34, Je.17.5, -ιῶ ib.Si.6.37, Je.24.6: aor. ἐστήριξα Il.4.443, Ep. στήριξα Hes.Th.498; inf. στηρίξαι Od.12.434, Gal.19.192, PSI5.452.3 (iv A.D.); part. στηρίξας Sor.2.57; opt. στηρίξειεν Th.2.49; ἐστήρισα LXX Ge.27.37, App.BC1.98; imper. στηρισάτω AP14.72:—Med., aor. ἐστηριξάμην Il.21.242, Hp.Fract. 11, etc. (v. infr.); later -ισάμην LXX Is.59.16, Plu.Eum.11: fut. στηρίξομαι Philostr.VA5.35:—Pass., fut. στηριχθήσομαι Gal.UP9.16: aor. ἐστηρίχθην Tyrt.11.22, Hp.VC3, Gal.15.126: pf. ἐστήριγμαι Hes.Th.779, Hp.Morb.3.3, etc.; inf. ἐστηρίσθαι LXX 1 Ki. 26.19: plpf. ἐστήρικτο Il.16.111, Hes.Sc.218, etc. (Cf. στῆριγξ, σκηρίπτομαι):—make fast, prop, fix, [ἴριδας] ἐν νέφεϊ στήριξε sets rainbows in the cloud, Il.11.28; οὐρανῷ ἐστήριξε κάρη, of Eris, 4.443; στηρίζειν αὐτὸ αὑτό φησι τὸ ἄπειρον (sc. Anaxagoras) Arist.Ph. 205b2, cf. Sor.2.61; σ. σήματ' ἐν οὐρανῷ Arat.10; so prob., [λίθον] Ζεὺς στήριξε κατὰ χθονός he set the stone fast in the ground, Hes. Th.498; βάσιν ἐστήριξαν Nic.Fr.74.49; λίθον διορίζοντα ὅρους . . στηριχθῆναι ἐκέλευσαν OGI769 (Palestine, iii/iv A.D.). 2 support, σίτῳ τινά LXX Ge.27.37; feed up a patient, Gal.19.192; σ. τὴν δύναμιν εὐστομάχοις τροφαῖς Id.18(2).34, cf. Aret.CA1.1: metaph., confirm, establish, τὴν ἀρχήν App.BC1.98; τοὺς ἀδελφούς Ev.Luc.22.32, cf. 2 Ep.Thess.2.17, 1 Ep.Pet.5.10; corroborate, Sor.2.57. 3 Med., ground, establish for oneself, κόσμον ἑαῖς στηρίξατο βουλαῖς Orph. Fr.299; πόδα ἐπὶ γαίης AP14.72; πόντος στηρίξατο κῦμα νήνεμον settled its wave into a calm, ib.9.271 (Apollonid.). B Pass. and Med., to be firmly set or fixed, stand fast, οὐδὲ πόδεσσιν εἶχε στηρίξασθαι he could not get a firm footing, Il.21.242, cf. Plu.Eum.11; οὐδαμῇ ἐστήρικτο Hes.Sc.218; [δώματα] κίοσιν ἀργυρέοισι πρὸς οὐρανὸν ἐστήρικται the house is lifted up to heaven on pillars, Id.Th.779; ὀρθὴ δ' ἐς ὀρθὸν αἰθέρ' ἐστηρίζετο E.Ba.1073; στηριχθεὶς ἐπὶ γῆς Tyrt.11.22; πρὸς τῇ γῇ Arist.Mete.376b23 (s.v.l.); ὅσοι ἐστηρίξαντο τῇ πτέρνῃ ἰσχυρῶς πηδήσαντες light heavily on it, Hp. Fract.11, cf. Art.86; ὕβον, ἐφ' οὗ ἐστήρικται τὸ ἄλλο σῶμα is steadied, Arist.HA499a17; ἐστηριγμένα [ἔχειν] τὰ σπλάγχνα supported, opp. κρεμάμενα, Gal.15.570; ἄμπελος κάμακι σ. AP7.731 (Leon.); Ἀσκληπιὸν -ιζόμενον βάκτρῳ IG42(1).88.9 (Epid., ii A.D.); of the fixed stars, Arat.230,274, etc.; opp. ἀκοντίζεσθαι, Arist.Mu.395b4; λίθος ἐστήρικται Call.Ap.23; χάσμα μέγα ἐστ. Ev.Luc.16.26; of places, merely to be situated, D.P.204. 2 metaph., κακὸν κακῷ ἐστήρικτο evil was set upon evil, Il.16.111; τί τοι χόλος ἐστήρικται; A.R.4.816; δέκατος μεὶς οὐρανῷ ἐστήρικτο the tenth month was set in heaven, h.Merc.11; of a person, ὅπου . . στηρίζει ποτέ wheresoever thou art tarrying, art settled, S.Aj.194 (lyr.); ὅροι ἐστηριγμένοι fixed principles, Hero *Geom.3.25; ἀνάγκη στηριχθῆναι τὸ ν must be firmly pronounced, D.H.Comp.22. 3 of diseases,= infr. 11.2, μέχρις ἂν [οἱ νοσοποιοὶ χυμοὶ] ἔν τινι τῶν ἀσθενεστέρων στηριχθῶσιν Gal.15.126, cf. 789,855, Aret.SA1.5. II Act. intr. in same sense, οὐδέ πῃ εἶχον . . στηρίξαι ποσὶν ἔμπεδον . . Od.12.434; κῦμ' οὐρανῷ στηρίζον a wave rising up to heaven, E.Hipp.1207: metaph., οὐρανῷ στηρίζον . . κλέος Id.Ba.972; πρὸς οὐρανὸν καὶ γαῖαν ἐστήριξε φῶς ib.1083, cf. Plu.Sull.6. 2 of diseases, fix, settle, determine to a particular part, ὁπότε εἰς τὴν καρδίαν στηρίξειεν (sc. ἡ νόσος) Th.2.49; ἐνταῦθα σ. ἡ νοῦσος Hp.Aph.4.33; εἰ . . ἐς τὸ ὀστέον στηρίξειε τὸ βέλος Id.VC12; cf. στήριξις 2. 3 of planetary phases, pause, stand still, Gem.12.23, Plu.2.76d, Theo Sm.p.147 H., Ptol. Tetr.75, Vett.Val.183.1, Paul.Al.G.2. 4 metaph., ἐπὶ δόγματος σ. hold fast to an opinion, D.L.2.136.
German (Pape)
[Seite 942] fut. στηρίξω, feststellen, feststützen, aufstellen, aufrichten; ἴριδας Κρονίων ἐν νέφεϊ στήριξε, Il. 11, 28, er stellte den Regenbogen im Gewölk auf, λίθον κατὰ χθονός, stellte den Stein auf in der Erde, Hes. Th. 498; οὐρανῷ ἐστήριξε κάρη, sie stützte ihr Haupt gegen den Himmel, richtete es gegen den Himmel empor, Il. 4, 443; u. med., οὐδὲ πόδεσσιν εἶχε στηρίξασθαι, erkonnte sich nicht mit den Füßen aufstützen, nicht feststehen, 21, 242, wie auch das act. gebraucht ist, οὐδέ πη εἶχον στηρίξαι ποσὶν ἔμπεδον, Od. 12, 434; οὐδαμῆ ἐστήρικτο, er stand nirgends fest auf, hatte nirgends eine feste Unterlage, Hes. Sc. 218; δώματα κίοσιν πρὸς οὐρανὸν ἐστήρικται, das Haus ist mit Säulen gegen den Himmel gestützt, Th. 779; κακὸν κακῷ ἐστήρικτο, Unglück drängte sich an Unglück, Il. 16, 111; δέκατος μεὶς οὐρανῷ ἐστήρικτο, d. i. der zehnte Monat stand am Himmel, H. h. Merc. 11; vom Stillstande der Planeten, Plut. de prot. virt. sent. p. 244; ὅπου μακραίωνι στηρίζει ποτὲ τᾷδ' ἀγωνίῳ σχολᾷ, Soph. Ai. 193, Schol. ὅπου πολὺν χρόνον σεαυτὸν ἐνεστήριξας; Eur. im act. intrans., κῦμ' οὐρανῷ στηρίζον, Hipp. 1207, die sich himmelan erhebende Woge, wie οὐρανῷ στηρίζον εὑρήσεις κλέος, bis zum Himmel sich erhebender Ruhm, Bacch. 970. auch πρὸς οὐρανὸν καὶ γαῖαν ἐστήριξε φῶς σεμνοῦ πυρός, 1081, wie im med. oder pass., ἐς ὀρθὸν αἰθέρ' ἐστηρίζετο, 1071, einzeln auch in Prosa, wie Thuc. 2, 49, ὁπότε ἐς τὲν καρδίαν στηρίξαι, sc. ὁ πόνος, wenn sich die Krankheit, aufs Herz warf. – Im N. T. = bestätigen, bekräftigen.
Greek (Liddell-Scott)
στηρίζω: Σοφ. κλπ.· μέλλ. -ίξω. -ίσω, -ιῶἅπαντα παρὰ τοῖς Ἑβδ.·-ἀόρ. ἐστήριξα Ἰλ., Ἐπικ. στήριξα, ἀπαρ. στηρίξαι Ὀδ. Μ. 434, Θουκ. 2.49· μεταγενέστ. ἐστήρισα Ἀππ. Ἐμφυλ. 1. 98, στηρισάτω Ἀνθ. Π. 14. 72. - Μέσ., ἀόρ. ἐστηριξάμην Ἰλ., Ἱππ., κλπ., ἴδε κατωτ. - Παθ., μέλλ. στηριχθήσομαι Γαλην.· ἀόρ. ἐστηρίχθην Τυρταῖ. 8. 22, Ἱππ. 898Β· πρκμ. ἐστήριγμαι Ἡσ. Θ. 779, Ἱππ., κλπ.· ὑπερσ. ἐστήρικτο Ἰλ. Π. 111, Ἡσίοδ., κλπ. (Ἐκ τῆς √ΣΤΑ, ἵστημι). Στηρίζω ἀσφαλῶς, στερεώνω, ὑποστηρίζω, τοποθετῶ, ἴριδας ἐν νέφει στήριξε, ἔστησεν ἴριδας εἰς τὸ σύννεφον, Ἰλ. Λ. 28· οὐρανῷ ἐστήριξε κάρη, περὶ τῆς Ἔριδος, Δ. 443· στηρίζειν αὐτὸ αὐτὸ φησι τὸ ἄπειρον (δηλ. ὁ Ἀναξαγόρας) Ἀριστ. Φυσ. 3.5, 17· στ. σήματ’ ἐν οὐρανῷ Ἄρατ. 10· - οὕτω πιθ., λίθον κατὰ χθονός ἐστ., ἔστησε στερεῶς εἰς τὸ ἔδαφος, Ἡσ. Θ. 498· βάσιν ἐστήριξαν Νικ. Ἀποσπ. 2.49. 2) ὑποστηρίζω, ἐνδυναμώνω, σίτῳ τινὰ Ἑβδ. (Γέν. ΚΖ΄, 37)· μεταφορ., ἐνισχύω, στερεώνω, τὴν ἀρχὴν Ἀππ. Ἐμφυλ. 1. 98· τοὺς ἀδελφοὺς Εὐαγγ. κ. Λουκ. κβ΄, 32, πρβλ. Β΄ Ἐπιστ. πρ. Θεσσ. β΄, 17. 3) Μέσ. ὡς τὸ ἐνεργ., στηρίζω, θεμελιώνω, στερεώνω δι’ ἐμαυτόν, κόσμον ἑαῖς στηρίξατο βουλαῖς Ὀρφ. Ἀποσπ. 5· πόδα ἐπὶ γαίης Ἀνθ. Π. 14. 72· στηρίξατο κῦμα νήνεμον, καθησύχασε τὸ κῦμα εἰς γαλήνην, αὐτόθι 9. 271. Β. Παθ. καὶ μέσ., στερεῶς τοποθετοῦμαι, ἐμπήγομαι, ἵσταμαι στερεῶς ἢ εὐσταθῶς, οὐδὲ πόδεσσιν εἶχε στηρίξασθαι, δηλ. δὲν εἶχε μέρος στερεὸν νὰ στηρίξῃ τοὺς πόδας του, Ἰλ. Φ. 242, πρβλ. Πλουτ. Εὐμ. 11· οὐδαμῇ ἐστήρικτο, Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 218· δώματα κίοσιν πρὸς οὐρανὸν ἐστήρικται, ὁ οἶκος ὑψοῦται πρὸς τὸν οὐρανὸν στηριζόμενος ἐπὶ κιόνων, ὁ αὐτ. ἐν Θεογ. 779· οὕτως, ὀρθὴ δ’ ἐς ὀρθὴν αἰθέρ’ ἐστηρίξατο Εὐρ. Βάκχ. 1073· στηριχθεὶς ἐπὶ γῆς Τυρταῖ. 7. 32· πρὸς τῇ γῇ Ἀριστ. Μετεωρ. 3. 5, 15· στηρίζεσθαι ἰσχυρῶς τῇ πτέρνῃ, στηρίζω ὅλον μου τὸ βάρος εἰς τὴν πτέρναν πηδῶν, Ἱππ. Ἀγμ. 759, π. Ἄρθρ. 840· ὗβον, ἐφ’ οὗ ἐστήρικται τὸ ἄλλο σῶμα, εἶναι ἐστερεωμένον, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 2.1, 24· ἄμπελος κάμακι στ. Ἀνθ. Π. 7. 731· - ἐπὶ τῶν ἀπλανῶν ἀστέρων, Ἄρατ. 230, 274, κτλ.· ἀντίθετον τῷ ἀκοντίζεσθαι, Ἀριστ. περὶ Κόσμ. 4, 23· - πέτρος ἐστήρικται Καλλ. εἰς Ἀπόλλ. 23· χάσμα μέγα ἐστ. Εὐαγγ. κ. Λουκ. ις΄, 26· ἐπὶ τόπων ἁπλῶς, κεῖμαι, εὑρίσκομαι, Διον. Π. 204, κτλ. 2) μεταφορ., κακὸν κακῷ ἐστήρικτο, εἶχε στηριχθῇ, ἐπισωρευθῇ, Ἰλ. Π. 111· τί τοι χόλος ἐστήρικται; Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 816· δέκατος μεὶς οὐρανῷ ἐστήρικτο, ὁ δέκατος μὴν εἶχε τεθῇ εἰς τὸν οὐρανόν, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 11· ἐπὶ προσώπου, ὅπου.. στηρίζει ποτέ, ὁπουδήποτε παραμένεις, Σοφ. Αἴ. 195. ΙΙ. τὸ ἐνεργ. ὡσαύτως ἀπαντᾷ ἀμεταβάτως ἐπὶ τῆς αὐτῆς σημασίας, οὐδέ πῃ εἶχον στηρίξαι ποσὶν ἔμπεδον Ὀδ. Μ. 434 (ὡς τὸ στηρίξασθαι ἐν Ἰλ. Φ. 242, ἴδε ἀνωτ.)· κῦμα οὐρανῷ στηρίζων, ὑψούμενον πρὸς τὸν οὐρανόν, Εὐρ. Ἱππ. 1207· καὶ μεταφορ., κλέος οὐρανῷ στηρίζον ὁ αὐτ. ἐν Βάκχ. 972, ἴδε Elmsl.· πρὸς οὐρανὸν καὶ γαῖαν ἐστήριξε φῶς αὐτόθι 1081, πρβλ. Πλουτ. Σύλλ. 6. 2) ἐπὶ νόσων, καταλήγω, ἀπολήγω, ἐκφαίνομαι εἴς τι μέλος τοῦ σώματος, καταντῶ που, ὁπότε εἰς τὴν καρδίαν στηρίξαι (ἐξυπακ. ἡ νόσος) Θουκ. 2. 49· ἐνταῦθα στ. ἡ νοῦσος Ἱππ. Ἀφ. 1250· βέλος ὁ αὐτ. ἐν Κεφ. Τρωμ. 904, κτλ.· πρβλ. στήριξις 2· - ὁ Ἀρετ. (π. Αἰτ. Ὀξ. Παθ. 1. 5) ἔχει τὸ ῥῆμα ἐπὶ τῆς σημασίας ταύτης ἐν τῷ παθητ. 3) ἐπὶ τῶν οὐρανίων σωμάτων, παύομαι κινούμενος, «σταματῶ», ἡσυχάζω, Πλούτ. 2. 76D, κτλ. 4) μεταφορ., στ. ἐπὶ δόγματος Διογ. Λ. 2. 136.
French (Bailly abrégé)
f. στηρίξω, ao. ἐστήριξα, pf. inus.
Pass. f. στηριχθήσομαι, ao. ἐστηρίχθην, pf. ἐστήριγμαι, pqp. ἐστηρίγμην;
I. tr. enfoncer solidement, fixer, appuyer : τι ἔν τινι, τι κατά τινος, τί τινι enfoncer, fixer une ch. dans, contre une autre;
II. intr.
1 s’appuyer fortement : ποσίν OD sur ses pieds ; s’arrêter fixe ; οὐρανῷ EUR, πρὸς οὐρανόν PLUT litt. s’appuyer contre le ciel, s’élever jusqu’au ciel;
2 se fixer, rester stationnaire en parl. des corps célestes, d’une maladie;
Moy. στηρίζομαι (f. στηρίξομαι, ao. ἐστηριξάμην) s’appuyer fortement : πόδεσσιν IL sur les pieds ; fig. κακὸν κακῷ ἐστήρικτο IL un malheur succédait à un autre (litt. s’appuyait sur une autre).
Étymologie: R. Στα ; cf. στερεός.
English (Autenrieth)
(στερεός), aor. (ἐ)στήριξα, mid. aor. inf. στηρίξασθαι, plup. ἐστήρικτο: set or fix firmly, Il. 11.28, Il. 4.443; intrans. and mid., support oneself or stand firmly, Il. 21.242; κακὸν κακῷ, ‘was piled upon,’ Il. 16.111.
Spanish
English (Strong)
from a presumed derivative of ἵστημι (like στερεός); to set fast, i.e. (literally) to turn resolutely in a certain direction, or (figuratively) to confirm: fix, (e-)stablish, stedfastly set, strengthen.
English (Thayer)
future στηριξω (as in the best Greek writings), and στηρίσω (in Vat., as in στηριῶ, ἐστήριξα, and ἐστήρισα (στήρισον, L T Tr WH; G L T Tr WH, as in WH s Appendix, p. 170); Alexander Buttmann (1873) Ausf. Sprchl. i., p. 372; Buttmann, 36 (32); Kühner, § 343, i., p. 910; (Veitch, under the word)); passive, perfect ἐστηριγμαι; 1st aorist ἐστηρίχθην; (στῆριγξ a support; akin to στερεός, which see, στερρός, and German stärken; cf. Curtius, § 222); from Homer down;
a. to make stable, place firmly, set fast, fix: ἐστήρικται (χάσμα), is fixed, στηρίζω τό πρόσωπον, to set one's face steadfastly, keep the face turned (τοῦ πορεύεσθαι εἰς with an accusative of place, a Hebrew expression (see πρόσωπον, 1b. (and cf. Buttmann, § 140,16 δ.; Winer's Grammar, 33)), to strengthen, make firm; tropically (not so in secular authors) to render constant, confirm, one's mind (A. V. establish): τινα, R G ἐπιστηρίζων); has 1st aorist optative 3rd person singular στηρίξαι); τήν καρδίαν τίνος, τινα ἐν τίνι, ἐπιστηρίζω.)