ἐμπίπλημι: Difference between revisions
Ἦθος πονηρὸν φεῦγε καὶ κέρδος κακόν → Iniusta fuge compendia et mores malos → Charakterlosigkeit und Unrechtsvorteil flieh
(strοng) |
(T21) |
||
Line 13: | Line 13: | ||
{{StrongGR | {{StrongGR | ||
|strgr=or empletho from ἐν and the [[base]] of [[πλεῖστος]];to [[fill]] in (up), i.e. (by [[implication]]) to [[satisfy]] ([[literally]] or [[figuratively]]): [[fill]]. | |strgr=or empletho from ἐν and the [[base]] of [[πλεῖστος]];to [[fill]] in (up), i.e. (by [[implication]]) to [[satisfy]] ([[literally]] or [[figuratively]]): [[fill]]. | ||
}} | |||
{{Thayer | |||
|txtha=([[not]] [[ἐμπίμπλημι]] ([[see]] ἐν, III:3); for [[euphony]]'s [[sake]], Lob. ad Phryn., p. 95; Veitch, p. 536) and [[ἐμπιπλάω]] (from [[which]] [[form]] comes the [[present]] participle ἐμπιπλῶν, Acts 14:17 ( Winer s Grammar, § 14,1f.; Buttmann, 66 (58))); 1aorist [[ἐνέπλησα]]; 1aorist [[passive]] ἐνεπλήσθην; [[perfect]] [[passive]] participle ἐμπεπλησμένος; the Sept. for מָלֵא and in [[passive]] [[often]] for שָׂבַע to be satiated; in Greek writings from [[Homer]] [[down]]; to [[fill]] up, [[fill]] [[full]]: τινα τίνος, to [[bestow]] [[something]] [[bountifully]] on [[one]], Luke 1:53; Acts 14:17 ( Jeremiah 38:14 (Jeremiah 31:14>); Psalm 106:9 (Psalm 107:9>); Isaiah 29:19; Sirach 4:12); to [[fill]] [[with]] [[food]], i. e. [[satisfy]], [[satiate]]; [[passive]], Luke 6:25; John 6:12 ( Deuteronomy 6:11; Deuteronomy 8:10; Ruth 2:14; Nehemiah 9:25, etc.); to [[take]] [[one]]'s [[fill]] of, [[glut]] [[one]]'s [[desire]] for: [[passive]] [[with]] the genitive of [[person]], [[one]]'s [[contact]] and [[companionship]], Romans 15:24; cf. Kypke at the [[passage]]; [[τοῦ]] κάλλους αὐτῆς, gazing at her [[beauty]], Susanna 32. | |||
}} | }} |
Revision as of 18:03, 28 August 2017
German (Pape)
[Seite 813] nicht ἐμπίμπλημι, aber ἐνεπίμπλην, vgl. Lob. zu Phryn. p. 96; Ar. Ach. 447 steht ἐμπίμπλαμαι in der letzten Stelle des Trimeters (s. πίμπλημι); imper. ἐμπίπληθι Il. 21, 311, = ἐμπίπλη, Ar. Av. 1310; ἐμπεπλήκασι Plat. apol. 23 e; – anfüllen, vollfüllen; ein Gefäß, Od. 2, 353; ἓν δέπας ἐμπλήσας 9, 209; μέγ' ἐμπλήσας γόμον Aesch. Suppl. 439; τί τινος, Etwas womit, ἐμπίπληθι ῥέεθρα ὕδατος, fülle die Strömungen mit Wasser an, Il. 21, 311; Folgde, z. B. Her. 4, 72; φλυαρίας ἐμπίπλησιν ἡμᾶς πολλῆς Plat. Phaed. 66 c; ἐμπλήσετε τὴν θάλατταν τριήρων Dem. 8, 74; τὰ ὦτα Λύσιδος ἐμπέπληκε, er hat uns die Ohren vom Lysis vollgeredet, Plat. Lys . 204 c. – Dah. sättigen, Od. 17, 503; γάλακτός τινα Theocr. 24, 3; übertr., ἁπάντων τὴν γνώμην ἐμπιπλάς, die Erwartung erfüllend, Xen. An. 1, 7, 8; τὴν ἀναιδῆ γνώμην ἐνέπλησεν ἑαυτοῦ Dem. 21, 91; τὴν ἑαυτοῦ μοῖραν, sein Geschick erfüllen, Plat. Legg. XII, 959 c. Oft im pass. u. med., angefüllt werden, sich anfüllen, sich sättigen; πόλις δ' ἔμπλητο ἀλέντων Il. 21, 607; ἀνέπλησθεν δέ οἱ ἄμφω αἵματος ὀφθαλμοί Il. 16, 348; ἐμπλησθῆναι δακρύων τὰ ὄμματα Xen. Cyr. 5, 5, 10, wie Plat. Ion 535 c; μένεος ἐμπλήσατο θυμόν Iliad. 22, 312, sich laben, erquicken; υἷος ἐνιπλησθῆναι ὀφθαλμοῖς, sich satt sehen am Sohne, Od. 11, 452; θαλέων ἐμπλησάμενος κῆρ Il. 22, 504, vgl. Od. 7, 221; ἐμπιπλάμενοι σίτων καὶ ποτῶν Plat. Polit. 272 c; ἐμπλήσαντες καὶ παχύναντες τὰ σώματα, mästen, Gorg. 518 c; καὶ ἐμφαγεῖν Luc. Nigr. 22; selten mit dat., ἀμπελίνῳ καρπῷ ἐμπιπλάμενοι Her. 1, 212; ἐμπίπλαται αἵματι ὁ βωμός Paus. 3, 16, 10. Auch mit dem part., οὐκ ἂν ἐμπλῄμην (v. l. ἐμπλείμην) βάλλων Ar. Ach. 224; ἔμπλησο λέγων, rede dich satt, Vesp. 603; μισῶν οὔποτ' ἐμπλησθήσομαι Eur. Hipp. 664, vgl. Ion 925; οὐκ ἐνεπίμπλασο ὑπισχνούμενος, du konntest nicht genug versprechen, Xen. An. 7, 7, 46; vgl. Plat. Prot. 346 c; – ἐνεπέπληντο, absolut, Lys. 28, 6; ἐμπλήμενος, angefüllt, Ar. Vesp. 984; – für sich vollgießen, ψυκτῆρα Plat. Conv. 214 a.
Greek (Liddell-Scott)
ἐμπίπλημι: μέλλ. -πλήσω: (ἴδε πίμπλημι): ― ἐν τῷ ἐνεστῶτι τοῦ συνθέτου τούτου ῥήματος τὸ μ τοῦ πίμπλημι συνήθως (ἀλλ’ οὐχὶ πάντοτε) ἀποβάλλεται πρὸς ἀποφυγὴν τῆς χασμῳδίας τῆς προσγινομένης ἐκ τῶν τριῶν μ ἐν μιᾷ λέξει, Λοβ. Φρύν. 95· ἀλλὰ τὸ μ φαίνεται ὅτι ἐτηρεῖτο, ὅτε ἡ ἑπομένη συλλαβὴ ἦτο βραχεῖα καὶ ἐν τοῖς χρόνοις τοῖς λαμβάνουσιν αὔξησιν, ἐμπίμπλαμαι Εὐρ. Ἴων 925, ἐμπιμπλαμένοι Κρατῖν. ἐν «Ὀδυσσεῦσιν» 4 (κἀμπιμπλάμενοι Meineke, Φερεκρ. ἐν «Κραπατάλλοις» 1 (κἀμπιμπλάμενος Meineke), ἐνεπιμπλάμην Ξεν. Ἀν. 7. 7, 46, Αἰσχίν. 86. 34, κλ.: Ἰωνικ. γ΄ ἑνικ. τοῦ ἐνεστ. ἐμπιπλέει Ἡρόδ. 7. 39· (ἀλλ’ ἐμπιπλᾷ, ἐκ τοῦ ἐμπιπλάω ἀναγινώσκεται ἐν καλῷ τινι χειρογρ., ὡς τὸ ἱστᾷ ἀντὶ τοῦ ἵστητι ἐν 4. 103)· α΄ ἑνικ. παρατ. ἐνεπίμπλων παρὰ Διοδ. Ἐκλογ. Vales. σ. 599 καὶ Δίωνι Κ. 68. 31· πρβλ. ἐμπίπρημι· πληρῶ ἐντελῶς, γεμίζω ἕως ἄνω, δέπας ἐμπλήσει Ὀδ. Ι. 209· τὸ πεδίον Ξεν. Ἑλλην. 7. 1. 20, πρβλ. 2. 4, 11. 2) μετὰ γεν., γεμίζω τι ἐντελῶς μέ τι, ἐμπίπληθι ῥέεθρα ὕδατος Ἰλ. Φ. 311, κτλ.· ἵππον ἀνδρῶν ἐμπλήσας, περὶ τοῦ δουρείου ἵππου, Ὀδ. Θ. 495· μὴ... θυμὸν ἐνιπλήσῃς ὀδυνάων Τ. 117· οὕτω παρ’ Ἀριστοφ. καὶ παρὰ τοῖς πεζογράφοις, ἐμπ. τὰ θυλάκια τῆς ψάμμου Ἡρόδ. 3. 105· πρβλ. 2. 87., 4. 72., 5. 114 τοὺς κοφίνους... ἐμπίπλη (προστ.) πτερῶν Ἀριστοφ. Ὄρν. 1310· ἐμπλήσαντες ἵππων τὸν ἱππόδρομον Ξεν. Ἱππαρχ. 3, 10· μεταφ., τὴν ψυχὴν ἔρωτος Πλάτ. Φαῖδρ. 255D· τινὰ ἐλπίδων κενῶν Αἰσχίν. 24. 27. 3) πληρῶ τινα τροφῆς, χορταίνω αὐτόν, Ὀδ. Ρ. 503· μεταφ., ἐμπ. τινὰ μύθων Εὐρ. Ἑλ. 769· τοῦ πολεμεῖν Ἰσοκρ. 201D· τὰ ὦτα... ἐμπέπληκε Λύσιδος Πλάτ. Λύσ. 204C· ὁ δὲ ἐμπιπλὰς ἁπάντων τὴν γνώμην ἀπέπεμπε Ξεν. Ἀν. 1. 7, 8. 4) κορέννυμι, ἱκανοποιῶ, τὴν ἀναιδῆ γνώμην Δημ. 543. 24· ἵμερον Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 429. 5) ἐκπληρῶ, ἐμπιπλάντα τὴν αὑτοῦ μοῖραν Πλάτ. Νόμ. 959C. ΙΙ. μέσ., πληρῶ, γεμίζω τι ἀνῆκον εἰς ἐμαυτόν, ἐμπλήσατο νηδύν... κρέ’ ἔδων Ὀδ. Ι. 296· μένεος δ’ ἐμπλήσατο θυμὸν ἀγρίου, «εὐθαρσίας δὲ ἐνεπλήρωσε τὴν ψυχὴν φοβερᾶς» (Θ. Γαζῆς), Ἰλ. Χ. 312· θαλέων ἐμπλησάμενος κήρ, «παντοίων ἐδεσμάτων ἐμπλήσας τὴν ψυχήν» (Θ. Γαζῆς), Χ. 504· τὸ ἄγγος τοῦ ὕδατος ἐμπλ. Ἡρόδ. 5. 12: ― ἀπολ., πληρῶ ἐμαυτὸν τροφῆς, χορταίνω, Ὀδ. Η. 221. ΙΙΙ. παθ., ἐνέπλησθεν δέ οἱ... αἵματος ὀφθαλμοὶ Ἰλ. Π. 348, πρβλ. Ξεν. Κύρ. 5. 5, 10· ἔμπληντο βροτῶν ἀγοραὶ Ὀδ. Θ. 16· πόλις δ’ ἔμπλητο ἀλέντων Ἰλ. Φ. 607· ἐνέπλητο πολλῶν κἀγαθῶν Ἀριστοφ. Σφ. 1304· φακῆς ἐμπλήμενος αὐτόθι 984, πρβλ. Ἐκκλ. 56: ― μεταφ., οὐδέ περ υἷος ἐνιπλησθῆναι... ὀφθαλμοῖσιν ἔασε, οὐδὲ τὸν υἱόν μου νὰ τὸν χορτάσουν τὰ ’μάτια μου μὲ ἄφησεν, Ὀδ. Λ. 452· ὀργῆς ἐμπλήμενος Ἀριστοφ. Σφ. 424· πλεονεξίας ἐμπίπλασθαι Πλάτ. Κριτί. 121Β, πρβλ. Φαίδ. 66C. 2) μετὰ δοτ., ἀμπελίνῳ καρπῷ ἐμπ. Ἡρόδ. 1. 212· ἐμπιπλάμενοι πυριάτῃ Κρατῖνος ἐν «Ὀδυσσεῦσιν» 4· ἐμπίπλαται... ἅρματι ὁ βωμὸς Παυσ. 3. 16, 10. 3) ἀπόλ., ὑπερπληρῶ ἐμαυτὸν τροφῆς, Ἡρόδ. 8. 117, Ἀριστοφ. Σφ. 911, Ξεν. Ἀπομν. 1. 3, 6, κτλ. 4) μετὰ μετοχ., μισῶν οὔποτ’ ἐμπλησθήσομαι Εὐρ. Ἱππ. 664· πρβλ. Ἴωνα 925· βάλλων... οὐκ ἂν ἐμπλῄμην Ἀριστοφ. Ἀχ. 236· οὐκ ἐνεπίμπλασο ὑπισχνούμενος Ξεν. Ἀν. 7. 7, 46· ἔμπλησο λέγων, λέγε ἕως νὰ χορτάσῃς, Ἀριστοφ. Σφ. 603. ― Αἱ τελευταῖαι τρεῖς συντάξεις ἀνήκουσιν εἰς τοὺς μεθ’ Ὅμηρον συγγραφεῖς, κατὰ τὰ ἄλλα ἡ πεζὴ καὶ Ἀττικὴ χρῆσις συμφωνεῖ πρὸς τὴν Ὁμηρικήν.
French (Bailly abrégé)
impf. ἐνεπίμπλην, f. ἐμπλήσω, ao. ἐνέπλησα, pf. ἐμπέπληκα;
1 remplir : θυλάκια ψάμμου HDT des sacs de sable ; Pass. être rempli, se remplir de : ἐνέπλησθεν δέ οἱ αἵματος ὀφθαλμοί IL ses yeux se remplirent de sang ; ἔμπληντο βροτῶν ἀγοραί OD les places étaient pleines de mortels ; fig. ἐμπ. θυμὸν ὀδυνάων OD remplir le cœur de douleurs;
2 rassasier : τινα τοῦ πολεμεῖν ISOCR qqn de guerre ; Pass. οὐκ ἐνεπίμπλασο ὑπισχνούμενος XÉN tu ne te rassasiais pas de promettre ; combler de;
Moy. ἐμπίπλαμαι;
1 remplir pour soi : νηδύν OD son ventre ; ἄγγος τοῦ ὕδατος HDT son vase d’eau ; μένεος θυμόν IL son cœur de colère;
2 se rassasier de, τινι.
Étymologie: ἐν, πίπλημι.
English (Autenrieth)
imp. ἐμπίπληθι, fut. inf. ἐμπλησέμεν, aor. ἐνέπλησε, imp. ἔμπλησον, subj. ἐνιπλήσῃς, part. ἐμπλήσᾶς, mid. aor. ἐμπλήσατο, inf. ἐνιπλήσασθαι, part. ἐμπλησάμενος, aor. 2 (w. pass. signif.), ἔμπλητο, -ντο: fill full (τί τινος), mid., fill or sate oneself; fig., θῦμὸν ὀδυνάων, Od. 19.117; υἷος ἐνιπλησθῆναι ὀφθαλμοῖσιν, ‘have the satisfaction of looking on my son,’ Od. 11.452; aor. 2 mid. as pass., ἔμπληντο βροτῶν ἀγοραί, Od. 8.16.
English (Strong)
or empletho from ἐν and the base of πλεῖστος;to fill in (up), i.e. (by implication) to satisfy (literally or figuratively): fill.
English (Thayer)
(not ἐμπίμπλημι (see ἐν, III:3); for euphony's sake, Lob. ad Phryn., p. 95; Veitch, p. 536) and ἐμπιπλάω (from which form comes the present participle ἐμπιπλῶν, Acts 14:17 ( Winer s Grammar, § 14,1f.; Buttmann, 66 (58))); 1aorist ἐνέπλησα; 1aorist passive ἐνεπλήσθην; perfect passive participle ἐμπεπλησμένος; the Sept. for מָלֵא and in passive often for שָׂבַע to be satiated; in Greek writings from Homer down; to fill up, fill full: τινα τίνος, to bestow something bountifully on one, Luke 1:53; Acts 14:17 ( Jeremiah 38:14 (Jeremiah 31:14>); Psalm 106:9 (Psalm 107:9>); Isaiah 29:19; Sirach 4:12); to fill with food, i. e. satisfy, satiate; passive, Luke 6:25; John 6:12 ( Deuteronomy 6:11; Deuteronomy 8:10; Ruth 2:14; Nehemiah 9:25, etc.); to take one's fill of, glut one's desire for: passive with the genitive of person, one's contact and companionship, Romans 15:24; cf. Kypke at the passage; τοῦ κάλλους αὐτῆς, gazing at her beauty, Susanna 32.