κραταιός: Difference between revisions
Κακὸν μέγιστον ἐν βροτοῖς ἀπληστία → Malumm est hominibus maximum immoderatio → Das größte Übel ist bei Menschen Völlerei
(strοng) |
(T22) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{StrongGR | {{StrongGR | ||
|strgr=from [[κράτος]]; [[powerful]]: [[mighty]]. | |strgr=from [[κράτος]]; [[powerful]]: [[mighty]]. | ||
}} | |||
{{Thayer | |||
|txtha=κραταιᾷ, κραταιόν ([[κράτος]]), the Sept. [[mostly]] for חָזָק, [[mighty]]: ἡ [[κραταιός]] [[χείρ]] [[τοῦ]] Θεοῦ, i. e. the [[power]] of God, [[τοῦ]] κυρίου, Sept. (In earlier Greek [[only]] poetic ([[Homer]], others) for the [[more]] [[common]] [[κρατερός]]; [[but]] [[later]], used in [[prose]] [[also]] ([[Plutarch]], others).) | |||
}} | }} |
Revision as of 18:10, 28 August 2017
English (LSJ)
ά, όν, poet. form of κρατερός,
A strong, mighty, μοῖρα κραταιή Il.16.334, etc.; of men, Od.15.242, 18.382, Pi.N.4.25, B.17.18; of a lion, κραταιοῦ θηρὸς ὑφ' ὁρμῆς Il.11.119; ἔγχος Pi.P.6.34; κ. ἔπος word of power, ib.2.81; σθένος κ. A.Pr.428 (lyr.); κ. μετὰ χερσίν S.Ph.1110 (lyr.); κραταιᾶς χειρός E. HF964; κραταιῷ . . βραχίονι Trag.Adesp.416; ἔχει χεῖρα κραταιάν Cratin.Jun.8.4 (hex.); χεῖρα κραταιοτέρην AP11.324 (Autom.); fierce, κ. καύματος ὥρᾳ Poet. ap. Callistr. ap.Ath.3.125c: freq. in later Prose, κ. λίθος hard stone, Ph.Bel.80.22, Supp.Epigr.2.829 (Damascus, iii A. D.); ἐν χειρὶ κ. with a mighty hand, LXX Ex.13.3, al.; κ. ἀγών Plb.2.69.8; τόξα κ. Plu.Crass.24; ἐπὶ τὸ κ. Luc.Anach.28: Comp., Ph.1.14: Sup., Id.2.383; esp. in magical and mystical writings, ἐν φωτὶ κ. καὶ ἀφθάρτῳ PMag.Lond. 121.563; θεοὶ κ. ib.422; οἱ κ. the Mighty Ones, lamb.Myst.8.4, Dam. Pr.351: Astrol., κ. ἡγεμόνες, divinities presiding over certain periods of the month, Porph. ap. Eus.PE3.4; ἀστέρες, ζῴδιον, Cat.Cod.Astr. 8(4).227; also ὁ κ. [μηνὸς Φαρμοῦθι] POxy.465 i 12 (ii A. D.): c. gen., ruling over, ὦ τῶν πάντων ζώντων τε καὶ τεθνηκότων κραταιοί PMag. Leid.V. 7.8; ὁ μέγιστος κ. θεὸς Σοκνοπαῖος Wilcken Chr.122.1 (i A. D.). Adv. -ῶς LXX Jd.8.1, Ph.1.276, Pap.in Arch.f.Religionswiss.18.259 (iii A. D.).
Greek (Liddell-Scott)
κραταιός: -ά, -όν, ποιητ. τύπος τοῦ κρατερός, ἰσχυρός, δυνατός, Μοῖρα κραταιὴ Ἰλ. Π. 334, κτλ.· ἐπὶ ἀνθρώπων, Ὀδ. Ο. 242., Σ. 382, Πινδ. Ν. 4. 40· ἐπὶ λέοντος, κραταιοῦ θηρὸς ὑφ’ ὁρμῇ Ἰλ. Λ. 119· ἔγχος Πινδ. Π. 6. 34· κρ. ἔπος, ἰσχυρός, τολμηρὸς λόγος, αὐτόθι Β. 147. σθένος κρ. Αἰσχύλ. Πρ. 429 (Λυρ.)· κρ. μετὰ χερσὶν Σοφ. Φιλ. 1110 (Λυρ.)· κραταιᾶς χειρὸς Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 964 (ἐν ἰάμβ.)· κραταιῷ… βραχίονι ἐν ἰαμβ. τριμ. παρὰ Πλουτ. 2. 976C· ἔχει χεῖρα κραταιὰν Κρατῖν. ὁ νεώτερ. ἐν «Τιτᾶσι» 1 (ἐν ἑξαμ.)· χεῖρα κραταιοτέραν Ἀνθ. Π. 11. 324· ― ὡσαύτως παρὰ μεταγεν. πεζογράφοις, κρ. καῦμα Καλλίστρ. παρ’ Ἀθην. 125C, Πλουτ. Κράσσ. 24· ἐπὶ τὸ κραταιόγονον Λουκ. Ἀνάχ. 28. Ἐπίρρ. -ῶς, Ἑβδ. (Ἰουδ. Θ΄, 1), Φίλων 1. 276. (Ἐκ τοῦ τύπου τούτου παράγονται ἱκανὰ ποιητ. σύνθετα, κραταίβολος, κραταιγύαλος, κραταίπους· καὶ ἔν τισιν αὐτῶν ἀναφαίνεται ἡ σημασία τοῦ τραχέος, κραταίλεως, κραταίπεδος, κραταίρινος, ἴδε κράτος ἐν τέλ.)
French (Bailly abrégé)
ά, όν :
fort, robuste, puissant.
Étymologie: κράτος.
English (Autenrieth)
powerful, mighty; Μοῖρα, θήρ (lion), Il. 11.119.
English (Slater)
κρᾰταιός
a authoritative ἀδύνατα δ' ἔπος ἐκβαλεῖν κραταιὸν ἐν ἀγαθοῖς δόλιον ἀστόν (P. 2.81)
b powerful ὁ δ' ἔφεπεν κραταιὸν ἔγχος (P. 6.34) κραταιὸς Τελαμὼν (Er. Schmid: καρτερὸς codd.) (N. 4.25)
Spanish
English (Strong)
from κράτος; powerful: mighty.
English (Thayer)
κραταιᾷ, κραταιόν (κράτος), the Sept. mostly for חָזָק, mighty: ἡ κραταιός χείρ τοῦ Θεοῦ, i. e. the power of God, τοῦ κυρίου, Sept. (In earlier Greek only poetic (Homer, others) for the more common κρατερός; but later, used in prose also (Plutarch, others).)