δουλεία: Difference between revisions

From LSJ

Κόλαζε τὸν πονηρόν, ἄνπερ δυνατὸς ᾖς → Malum castiga, maxime si sis potens → Den Schurken strafe, wenn du dazu fähig bist

Menander, Monostichoi, 278
(strοng)
(T22)
Line 24: Line 24:
{{StrongGR
{{StrongGR
|strgr=from [[δουλεύω]]; [[slavery]] (ceremonially or [[figuratively]]): [[bondage]].
|strgr=from [[δουλεύω]]; [[slavery]] (ceremonially or [[figuratively]]): [[bondage]].
}}
{{Thayer
|txtha=(Tdf. δουλια ([[see]] Iota)), δουλείας, ἡ, ([[δουλεύω]]); [[slavery]], [[bondage]], the [[condition]] of a [[slave]]: τῆς φθορᾶς, the [[bondage]] [[which]] consists in [[decay]] (Winer s Grammar, § 59,8a., cf. Buttmann, 78 (68)), equivalent to the [[law]], the [[necessity]], of perishing, [[πνεῦμα]] δουλείας); the Mosaic [[system]] is said to [[cause]] [[δουλεία]] on [[account]] of the [[grievous]] burdens its precepts [[impose]] [[upon]] its adherents: [[Pindar]] [[down]].)
}}
}}

Revision as of 18:12, 28 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δουλεία Medium diacritics: δουλεία Low diacritics: δουλεία Capitals: ΔΟΥΛΕΙΑ
Transliteration A: douleía Transliteration B: douleia Transliteration C: douleia Beta Code: doulei/a

English (LSJ)

ἡ, Ion. δουλ-ηΐη Anacr.114, Hdt.6.12: also δουλία Pi.P.1.75:—

   A slavery, bondage, ll. cc., A.Th.253; δουλείας γάγγαμον, ζυγά, Id.Ag.360(anap.), S.Aj.944(lyr.); δ. καὶ ὑπηρεσία Ar.V.602; ἡ τῶν κρεισσόνων δ. imposed by them, Th.1.8; ἡ ὑπὸ τῶν βαρβάρων δ. Pl.R.469c; applied to the condition of the subject allies of Athens, Th.5.9.    II collectively, slaves, δουλεύοντα δουλείαις ἐμαῖς E.Ba.803; ἢν . . ἡ δ. ἐπανιστῆται if the slave-class rise in rebellion, Th.5.23; ἡ Ἡρακλεωτῶν δ. Pl.Lg.776d; τὰς . . Εἱλωτείας καὶ Πενεστείας καὶ δουλείας Arist. Pol.1264a36.    III service for hire, μισθὸν δουλείας LXX 3 Ki.5.6.

German (Pape)

[Seite 660] ἡ, Knechtschaft, Sklavenstand; μή με δουλείας τυχεῖν Aesch. Spt. 235; δουλείας γάγγαμον Ag. 351, wie δουλείας ζυγά Soph. Ai. 924; u. in Prosa. Ggstz δεσποτεία, Plat. Parm. 135 e; δουλείαν δουλεύειν Conv. 184 b. Auch = Unterwürfigkeit unter einen fremden Staat; ὑπέμενον τὴν τῶν κρειττόνων δουλείαν Thuc. 1, 8, dem nachher ὑπήκοος entspricht. – Als Collectivum, Dienerschaft, Gesinde, Thuc. 5, 23; Arist. Pol. 2, 5.

Greek (Liddell-Scott)

δουλεία: ἡ, Ἰων. δουληΐη, Ἀνακρ. 115, Ἡρόδ. 6. 12· ἐν Πινδ. II. 1. 147 δουλία χάριν τοῦ μέτρου· (δουλεύω)· ― δουλικὴ κατάστασις, ἔνθ’ ἀνωτ., Αἰσχύλ. Θήβ. 253, Ἀγ. 360· δουλείας ζυγὰ Σοφ. Αἴ. 944· ἡ τῶν κρεισσόνων δ. Θουκ. 1. 8· ἡ ὑπὸ τῶν βαρβάρων δ. Πλάτ. 469C· ἡ κατάστασις τῶν πόλεων τῶν ὑποκειμένων τοῖς Ἀθηναίοις, Θουκ. 5. 9· ἴδε δουλόω, καὶ πρβλ. Böckh Staatsh. 2. 148. ― Πρβλ. δουλοσύνη. ΙΙ. περιληπτ., οἱ δοῦλοι, δουλεύοντα δουλείαις ἐμαῖς Εὐρ. Βάκχ. 803· ἢν… ἡ δ. ἐπανιστῆται, ἂν ἡ τάξις τῶν δούλων ἐγείρῃ ἐπανάστασιν, Θουκ. 5. 23· ἡ Ἡρακλεωτῶν δ. Πλάτ. Νόμ. 776C· τὰς… Εἰλωτείας καὶ Πενεστείας καὶ δουλείας Ἀριστ. Πολ. 2. 5, 22.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
I. 1 esclavage, servitude;
2 soumission ; particul. dépendance des États sujets d’Athènes;
II. collect. les esclaves.
Étymologie: δουλεύω.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ

• Alolema(s): -ία Pi.P.1.75; -ίη Sol.24.13; -ηίη Anacr.75.2, Hdt.6.12
A Iabstr.
1 esclavitud
a) como condición social en la que un individuo se convierte en mercancía τοὺς δ' ἐνθάδ' ... δουλίην ... ἔχοντας ... ἐλευθέρους ἔθηκα Sol.l.c., δ. ... διὰ χρήματα ... γίγνοιτο ἄν Pl.Lg.774c, ἐλεύθεροί τε ἔστωσαν καὶ ὁ ἄγων εἰς δουλείαν ἀποτινέτω καθ' ἕκαστον σῶμα χρυσοῦς ἑκατόν en actas de manumisión IBeroeae 45.20, cf. 17 (III a.C.), μὴ καταδουλιξάστω δὲ Ὀνασιφόρον μηδεὶς μηδὲ ἀγαγέτω ἐπὶ δουλείαν IG 9(1).192.11 (II a.C.), cf. Luc.Abd.12, μέχρι δουλείας ἐλθεῖν 1Ep.Clem.4.9, cf. T.Ios.10.3, PMasp.89ue.13 (VI d.C.), τὰ τέκνα αὐτοῦ εἰς δουλίαν ἥρπασαν οἱ δανεισταί Melit.Fr.Pap.77.17, δουλείαν ... ἐκπεφευγέναι Hld.5.2.8, de un niño expósito recogido y criado εἰς δουλείαν SB 7619.6 (I d.C.);
b) impuesta por derecho de conquista a pueblos y países esclavitud, servidumbre ἀμύνων πατρίδος δουληΐην Anacr.l.c., Ἑλλάδ' ἐξέλκων βαρείας δουλίας Pi.l.c., μή με δουλείας τυχεῖν A.Th.253, cf. A.360, δουλείας ζυγά S.Ai.944, ἡ μέλλουσα δ. por parte de los persas, Hdt.l.c., cf. Th.1.122, 3.23, ἡ ὑπὸ τῶν βαρβάρων δ. Pl.R.469c, cf. X.An.7.7.32, Isoc.4.85, Neanth.9, αἰσχρὰ καὶ ἐπονείδιστος δ. Plb.11.12.3, τὴν δὲ ἡμετέραν πόλιν πρότερον τε ἐγ δουλείας ῥυσάμενος ἐποίησεν ἐλευθέραν IIasos 4.48 (II a.C.), cf. Ath.Decr.114.8 (IV a.C.), ἐξήγαγον αὐτοὺς ἐκ γῆς Αἰγύπτου ἐξ οἴκου δουλείας LXX Le.26.45, cf. Ge.6.6, c. gen. subjet. ἥ τε Ἡρακλεωτῶν δ. la esclavitud impuesta por los heracleotas Pl.Lg.776d;
c) en especulaciones polít.-fil. ἡ ἐν δημοκρατίῃ πενίη τῆς παρὰ τοῖς δυναστῇσι καλεομένης εὐδαιμονίης τοσοῦτον ἐστι αἱρετωτέρη, ὁκόσον ἐλευθερίη δουλείης es preferible la pobreza en democracia al llamado bienestar entre los poderosos, en la misma medida en que la libertad lo es a la esclavitud Democr.B 251, τίς γὰρ ἂν ἕλοιτο δουλείαν ἀντὶ βασιλείας; Gorg.B 11a.14, op. δεσποτεία Pl.Prm.133e, cf. Arist.EN 1133a1, ἡ κατὰ πόλεμον δ. la esclavitud por derecho de guerra considerada justa por algunos, Arist.Pol.1255a23, Περὶ ἐλευθερίας καὶ δουλείας obra de Antisth. en D.L.4.15.
2 esclavitud en sent. fig., como situación de sometimiento, imposición o dependencia a veces consentida δουλείαν χαλεπωτέραν ἢ πρὶν εἴχετε dicho de los aliados de Atenas, Th.5.9, δ. ... καὶ ὑπηρεσία de Filocleón al sistema sin darse cuenta, Ar.V.602, cf. Arr.Epict.4.1.40
c. gen. subjet. imposición, imperio ὑπέμενον τὴν τῶν κρεισσόνων δουλείαν toleraron el imperio de los poderosos Th.1.8, ὑπὸ δουλείαν γενέσθαι νόμου producirse por imposición de la ley Luc.Abd.23
frec. de los que se sometían a Roma en situación de vasallaje I.BI 7.255, considerado preferible a la dependencia de autócratas locales μεταλαβόντες ἀπὸ δουλείας ... ἐλευθερίαν Plb.36.17.13, cf. I.AI 15.387, c. traslado al mundo animal, Aesop.218.1.
3 en especulaciones fil. servidumbre c. valoración moral posit. o neg. δουλεία ἑκούσιος ... ἐστὶν ἡ περὶ τὴν ἀρετήν Pl.Smp.184c, μετρία δὲ ἡ θεῷ δ. Pl.Ep.344e, cf. Origenes Cels.8.8, Thdt.Is.3.64, por sujeción a la ignorancia, las pasiones, etc. X.Ap.4.5.5, Arr.Epict.4.1.9, 19, φαῦλος βίος δουλείας πλήρης Porph.Sent.40, esp. en el ámbito relig. ἐπηλλαγμένος δουλείας, τόλμησον ἀναβλέψας πρὸς τὸν θεόν Arr.Epict.2.16.42, en lit. jud.-crist. δ. ἡ μὲν ψυχῶν, ἡ δὲ σωμάτων δ. Ph.2.447, πνεῦμα δουλείας espíritu de servidumbre negado del cristiano, por ser hijo y heredero de Dios Ep.Rom.8.15, τὸ ὑποπεσεῖν ... τοῖς πάθεσιν ἐσχάτη δ. Clem.Al.Strom.2.23.144, cf. Meth.Porph.1.1, Cyr.H.Catech.1.2.
II concr.
1 servicio prestado, los servicios de una esclava cedidos a una persona de por vida PSI 903.16 (I d.C.), cf. POxy.489.8, 494.15, 496.6 (todos II d.C.).
2 no ref. esclavos prestación de un servicio pactado, incluso remunerado τὴν δουλείαν ἣν δεδούλευκα σοι LXX Ge.30.25, μισθὸν δουλείας σου δώσω σοι LXX 3Re.5.20, ὁμολογῶ τετροφευκέν[αι] σοι τὸ τέταρτον μέρος τῆς δουλίας PGrenf.75.4, cf. 26 (IV d.C.).
III jur. servidumbre, derecho en predio ajeno, Cod.Iust.8.10.12.2b.
B como colect.
1 servidumbre, e.e., conjunto de esclavos de una casa δουλεύοντα δουλείαις ἐμαῖς; ¿sirviendo a mis esclavos? E.Ba.803.
2 clase de los esclavos ἢν δὲ ἡ δ. ἐπανιστῆται si la clase de los esclavos se subleva Th.5.23, τὰς ... εἱλωτείας καὶ πενεστείας καὶ δουλείας Arist.Pol.1264a36, v. tb. δούλειος.

English (Strong)

from δουλεύω; slavery (ceremonially or figuratively): bondage.

English (Thayer)

(Tdf. δουλια (see Iota)), δουλείας, ἡ, (δουλεύω); slavery, bondage, the condition of a slave: τῆς φθορᾶς, the bondage which consists in decay (Winer s Grammar, § 59,8a., cf. Buttmann, 78 (68)), equivalent to the law, the necessity, of perishing, πνεῦμα δουλείας); the Mosaic system is said to cause δουλεία on account of the grievous burdens its precepts impose upon its adherents: Pindar down.)