καταβαρέω: Difference between revisions
Ζήτει σεαυτῷ σύμμαχον τῶν πραγμάτων → Quaerere tuarum rerum auxilium memineris → für deine Pflichten suche einen Partner dir
(strοng) |
(T22) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{StrongGR | {{StrongGR | ||
|strgr=from [[κατά]] and [[βαρέω]]; to [[impose]] [[upon]]: [[burden]]. | |strgr=from [[κατά]] and [[βαρέω]]; to [[impose]] [[upon]]: [[burden]]. | ||
}} | |||
{{Thayer | |||
|txtha=([[καταβαρύνω]]) equivalent to [[καταβαρέω]] ([[which]] [[see]]); [[present]] [[passive]] participle καταβαρυνόμενος, L T Tr WH; [[see]] [[βαρέω]]. (the Sept.; Theophrastus, et al.) | |||
}} | }} |
Revision as of 18:13, 28 August 2017
English (LSJ)
A weigh down, overload, v.l. for καταπονέω in Luc. DDeor.21.1: metaph., impose a burden on, τινας 2 Ep.Cor.12.16; κ. τὴν Ἰταλίαν ἐσφοραῖς App.BC5.67; ἀθληταὶ -βαροῦσι τοὺς τεχνίτας Plu.Cleom.27; τῶν -βαρούντων τὸ σῶμα καμάτων Ps.-Plu.Vit.Hom. 207:—Pass., to be overborne, crushed, καταβαρεῖσθαι τῇ μάχῃ Plb. 11.33.3; τοῖς ὅλοις Id.18.21.8; ὑπὸ τοῦ πάθους D.S.19.24; ἐν ταῖς λειτουργίαις POxy.487.10 (ii A.D.); also, to be outweighed, ὑπὸ τοῦ συμφέροντος Arr.Epict.2.22.18.
German (Pape)
[Seite 1339] durch Lasten niederdrücken, Luc. D. D. 21, 1; auch übertr., τῇ μάχῃ καταβαρεῖσθαι Pol. 11, 33, 3; ὑπὸ τοῦ πάθους D. Sic. 19, 24; N. T.
Greek (Liddell-Scott)
καταβᾰρέω: καταβαρύνω, καταβάλλω διὰ τοῦ βάρους μου, καταπονῶ, ὡς μὴ καταβαρήσειν αὐτὸν Λουκ. Θεῶν Διάλ. 21. 1 (ἔνθα διαφ. γρ. καταπονήσειν)· μεταφ., ἐπιβαρὺνω, καταφορτώνω, κ. τὴν Ἰταλίαν ἐσφοραῖς Ἀππ. Ἐμφ. 5. 67·- Παθ., καταβαρεῖσθαι ὑπὸ τῆς μάχης Πολύβ. 11. 33, 3· τοῖς ὅλοις 18. 4, 8· ὑπὸ τοῦ πάθους Διόδ. 19. 24.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
surcharger, accabler sous le poids.
Étymologie: κατά, βάρος.
English (Strong)
from κατά and βαρέω; to impose upon: burden.
English (Thayer)
(καταβαρύνω) equivalent to καταβαρέω (which see); present passive participle καταβαρυνόμενος, L T Tr WH; see βαρέω. (the Sept.; Theophrastus, et al.)