χρυσοκόμης: Difference between revisions

From LSJ

αὐτῇ τῇ ψυχῇ αὐτὴν τὴν ψυχὴν θεωροῦντα ἐξαίφνης ἀποθανόντος ἑκάστου → beholding with very soul the very soul of each immediately upon his death

Source
(eksahir)
(47c)
Line 21: Line 21:
{{eles
{{eles
|esgtx=[[de aúrea cabellera]]
|esgtx=[[de aúrea cabellera]]
}}
{{grml
|mltxt=ο, ΝΜΑ, και δωρ. τ. χρυσεοκόμας, και [[χρυσεοκόμης]], Α<br />[[χρυσομάλλης]] («[[χρυσοκόμης]] Ἔρως», Ανακρ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που φέρει στα μαλλιά του χρυσά κοσμήματα<br /><b>2.</b> <b>ως κύριο όν.</b> <i>Χρυσοκόμης</i><br />ο Απόλλων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>χρυσ</i>(<i>ο</i>)- / <i>χρυσεο</i>- <span style="color: red;">+</span> -[[κόμης]] (<span style="color: red;"><</span> [[κόμη]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>ξανθο</i>-[[κόμης]].
}}
}}

Revision as of 06:15, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χρῡσοκόμης Medium diacritics: χρυσοκόμης Low diacritics: χρυσοκόμης Capitals: ΧΡΥΣΟΚΟΜΗΣ
Transliteration A: chrysokómēs Transliteration B: chrysokomēs Transliteration C: chrysokomis Beta Code: xrusoko/mhs

English (LSJ)

ου, Dor. χρῡσο-κόμας, α, ὁ,

   A golden-haired, epith. of Dionysus, Hes.Th. 947; of Eros, Anacr.14, E.IA548 (lyr.); of Apollo, Tyrt.3.4, B. 4.2, E.Supp.975 (lyr.), Ar.Av.217 (anap.); ὁ X., abs. for Apollo, Pi.O.6.41, 7.32, E.Tr.254 (lyr.).    II with golden ornaments in the hair, Luc.Gall.13.

German (Pape)

[Seite 1381] ὁ, dor. χρυσοκόμας, der Goldhaarige; Beiw. des Dionysos, Hes. Th. 947; des Apollo, Pind. Ol. 6, 41. 7, 32; Ar. Av. 219; Eur. Suppl. 1000; Ἔρως, I. A. 548; Hymenaios, Philp. 54 (Plan. 177).

Greek (Liddell-Scott)

χρῡσοκόμης: -ου, Δωρ. -κόμας, α, ὁ, ὁ χρυσῆν ἔχων κόμην, ἐπίθ. τοῦ Διονύσου, Ἡσ. Θεογ. 947· τοῦ Ἔρωτος, Ἀνακρ. 13, Εὐρ. Ἰφ. ἐν Αὐλ. 549· τοῦ Ἀπόλλωνος, Τυρταῖος 2. 4, Εὐρ. Ἱκ. 975, Ἀριστοφ. Ὄρν. 219. - ὁ χρυσοκόμης ἀπολ., ὁ Ἀπόλλων, Πινδ. Ο. 6. 71., 7. 58, Εὐρ. Τρῳ. 254. ΙΙ. ὁ ἔχων χρυσᾶ κοσμήματα ἐπὶ τῆς κόμης, Λουκ. Ὄνειρ. ἢ Ἀλεκτρ. 13.

French (Bailly abrégé)

ου;
adj. m.
1 aux cheveux d’or;
2 qui a des ornements d’or dans ses cheveux.
Étymologie: χρυσός, κόμη.

Spanish

de aúrea cabellera

Greek Monolingual

ο, ΝΜΑ, και δωρ. τ. χρυσεοκόμας, και χρυσεοκόμης, Α
χρυσομάλληςχρυσοκόμης Ἔρως», Ανακρ.)
αρχ.
1. αυτός που φέρει στα μαλλιά του χρυσά κοσμήματα
2. ως κύριο όν. Χρυσοκόμης
ο Απόλλων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο)- / χρυσεο- + -κόμης (< κόμη), πρβλ. ξανθο-κόμης.