χρωματισμός: Difference between revisions

From LSJ

Ῥᾴθυμος ἐὰν ᾖς, πλούσιος πένης ἔσῃ → Si dives es pigerque, mox iners eris → Dein Leichtsinn macht alsbald dich arm, seist du auch reich

Menander, Monostichoi, 472
(6_15)
(47c)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''χρωμᾰτισμός''': ὁ, τὸ χρωματίζειν, βάπτειν, Σχολ. εἰς Ἀριστοφ. Νεφ. 516· μεταφ., ἐπίπλαστον ἢ ψευδὲς [[χρῶμα]], [[ἀπάτη]], Εὐμάθ. σ. 158.
|lstext='''χρωμᾰτισμός''': ὁ, τὸ χρωματίζειν, βάπτειν, Σχολ. εἰς Ἀριστοφ. Νεφ. 516· μεταφ., ἐπίπλαστον ἢ ψευδὲς [[χρῶμα]], [[ἀπάτη]], Εὐμάθ. σ. 158.
}}
{{grml
|mltxt=ο, ΝΜ [[χρωματίζω]]<br />[[χρωμάτισμα]], [[βάψιμο]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> η ιδιάζουσα [[παραλλαγή]] του χρώματος, [[απόχρωση]], [[χροιά]] («ο [[νέος]] [[χρωματισμός]] της αίθουσας»)<br /><b>2.</b> (στον λόγο και στη [[μουσική]]) το [[χρώμα]], τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά ή η [[διάνθιση]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>μτφ.</b> επίπλαστο [[χρώμα]], [[απάτη]].
}}
}}

Revision as of 06:17, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χρωμᾰτισμός Medium diacritics: χρωματισμός Low diacritics: χρωματισμός Capitals: ΧΡΩΜΑΤΙΣΜΟΣ
Transliteration A: chrōmatismós Transliteration B: chrōmatismos Transliteration C: chromatismos Beta Code: xrwmatismo/s

English (LSJ)

ὁ,

   A colouring, dyeing, μύρων Dsc.1.71 (pl.), Sch.Ar.Nu.516.

German (Pape)

[Seite 1383] ὁ, das Färben, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

χρωμᾰτισμός: ὁ, τὸ χρωματίζειν, βάπτειν, Σχολ. εἰς Ἀριστοφ. Νεφ. 516· μεταφ., ἐπίπλαστον ἢ ψευδὲς χρῶμα, ἀπάτη, Εὐμάθ. σ. 158.

Greek Monolingual

ο, ΝΜ χρωματίζω
χρωμάτισμα, βάψιμο
νεοελλ.
1. η ιδιάζουσα παραλλαγή του χρώματος, απόχρωση, χροιά («ο νέος χρωματισμός της αίθουσας»)
2. (στον λόγο και στη μουσική) το χρώμα, τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά ή η διάνθιση
μσν.
μτφ. επίπλαστο χρώμα, απάτη.