αλεπουδιά: Difference between revisions

From LSJ

ἔνδον γὰρ ἁνὴρ ἄρτι τυγχάνει, κάρα στάζων ἱδρῶτι καὶ χέρας ξιφοκτόνους → yes, the man is now inside, his face and hands that have slaughtered with the sword dripping with sweat

Source
(2)
(No difference)

Revision as of 06:18, 29 September 2017

Greek Monolingual

η
1. πανουργία, πονηριά, δολιότητα
2. πράξη που γίνεται με πανουργία, κατεργαριά, ζαβολιά
3. τόπος όπου συχνάζουν αλεπούδες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αλεπού (θ. του πληθ. αλεπούδες)].