σχεδίασμα: Difference between revisions

From LSJ

τό γε μὴν ἀόργητον ἀνδρός ἐστι σοφοῦ → and to be able also to subdue anger is the part of a wise man

Source
(11)
 
m (LSJ1 replacement)
 
(10 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=schediasma
|Transliteration C=schediasma
|Beta Code=sxedi/asma
|Beta Code=sxedi/asma
|Definition=ατος, τό, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">freak, whim, caprice</b>, <span class="bibl">Cic.<span class="title">Att.</span>15.19.2</span>.</span>
|Definition=-ατος, τό, [[freak]], [[whim]], [[caprice]], Cic.''Att.''15.19.2.
}}
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1054.png Seite 1054]] τό, das aus dem Stegreif, hurtig, nachlässig Gesagte, Gethane, Geschriebene, Cic. Att. 15, 19.
}}
{{elru
|elrutext='''σχεδίασμα:''' ατος, τό Cic. = [[σχεδιασμός]].
}}
{{ls
|lstext='''σχεδίασμα''': τό, ἐκ τοῦ προχείρου [[ὁμιλία]] ἢ [[ἐνέργεια]], Κικ. πρὸς Ἀττικ. 15. 19, 2.
}}
{{grml
|mltxt=το, ΝΑ [[σχεδιάζω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[σχεδιογράφημα]], [[σχέδιο]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[καθετί]] που έχει λεχθεί, γραφεί ή γίνει [[χωρίς]] προηγούμενη [[προετοιμασία]], στα [[πρόχειρα]]<br /><b>2.</b> ([[κυρίως]]) αλλόκοτη [[επιθυμία]], [[παραξενιά]], [[καπρίτσιο]].
}}
{{elnl
|elnltext=σχεδίασμα -ατος, τό [σχεδιάζω] losse inval. Cic. Att. 15.19.2.
}}
}}

Latest revision as of 11:57, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σχεδίασμα Medium diacritics: σχεδίασμα Low diacritics: σχεδίασμα Capitals: ΣΧΕΔΙΑΣΜΑ
Transliteration A: schedíasma Transliteration B: schediasma Transliteration C: schediasma Beta Code: sxedi/asma

English (LSJ)

-ατος, τό, freak, whim, caprice, Cic.Att.15.19.2.

German (Pape)

[Seite 1054] τό, das aus dem Stegreif, hurtig, nachlässig Gesagte, Gethane, Geschriebene, Cic. Att. 15, 19.

Russian (Dvoretsky)

σχεδίασμα: ατος, τό Cic. = σχεδιασμός.

Greek (Liddell-Scott)

σχεδίασμα: τό, ἐκ τοῦ προχείρου ὁμιλίαἐνέργεια, Κικ. πρὸς Ἀττικ. 15. 19, 2.

Greek Monolingual

το, ΝΑ σχεδιάζω
νεοελλ.
σχεδιογράφημα, σχέδιο
αρχ.
1. καθετί που έχει λεχθεί, γραφεί ή γίνει χωρίς προηγούμενη προετοιμασία, στα πρόχειρα
2. (κυρίως) αλλόκοτη επιθυμία, παραξενιά, καπρίτσιο.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σχεδίασμα -ατος, τό [σχεδιάζω] losse inval. Cic. Att. 15.19.2.