αμφιθυμία: Difference between revisions

From LSJ

ἰὼ, σκότος, ἐμὸν φάος, ἔρεβος ὦ φαεννότατον, ὡς ἐμοί, ἕλεσθ' ἕλεσθέ μ' οἰκήτορα → ah, darkness that is my light, gloom that is most bright for me, take me, take me to dwell in you

Source
(3)
 
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=η <b>(Ψυχολ.)</b><br />η [[συνύπαρξη]] δύο αντιθέτων συναισθημάτων, βουλήσεων, συλλογισμών, ορμών σε διάφορες ψυχοπάθειες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>amphithymia</i>, νεολατιν. επιστημον. όρος, ελληνογενής <span style="color: red;"><</span> <i>αμφι</i>- <span style="color: red;">+</span> -[[θυμία]] <span style="color: red;"><</span> <i>θυμος</i> <span style="color: red;"><</span> αρχ. [[θυμός]] «[[ψυχή]], [[πνεύμα]]»].
|mltxt=η <b>(Ψυχολ.)</b><br />η [[συνύπαρξη]] δύο αντιθέτων συναισθημάτων, βουλήσεων, συλλογισμών, ορμών σε διάφορες ψυχοπάθειες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>amphithymia</i>, νεολατιν. επιστημον. όρος, ελληνογενής <span style="color: red;"><</span> <i>αμφι</i>- <span style="color: red;">+</span> -[[θυμία]] <span style="color: red;"><</span> <i>θυμος</i> <span style="color: red;"><</span> αρχ. [[θυμός]] «[[ψυχή]], [[πνεύμα]]»].
}}
}}

Latest revision as of 23:35, 29 December 2020

Greek Monolingual

η (Ψυχολ.)
η συνύπαρξη δύο αντιθέτων συναισθημάτων, βουλήσεων, συλλογισμών, ορμών σε διάφορες ψυχοπάθειες.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < amphithymia, νεολατιν. επιστημον. όρος, ελληνογενής < αμφι- + -θυμία < θυμος < αρχ. θυμός «ψυχή, πνεύμα»].