βράκα: Difference between revisions

From LSJ

ὅτι τίς ὁ ἄνθρωπος, ὃς ἐπελεύσεται ὀπίσω τῆς βουλῆς τὰ ὅσα ἐποίησεν αὐτήν; (Ecclesiastes 2:12, LXX version) → for who is the man who, after following his own plan, will find wisdom (in) everything he has done?

Source
(7)
 
m (Text replacement - "———————— " to "<br />")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />η (AM [[βράκα]])<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />ευρύχωρο ανδρικό ή γυναικείο [[ένδυμα]] που περιβάλλει το [[σώμα]] από τη [[μέση]] έως τα γόνατα ή τους αστραγάλους<br /><b>αρχ.</b><br />περισκελίδες, παντελόνια των Κελτών και άλλων βαρβάρων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Στην αρχ. Ελληνική απαντά ο πληθ. [[βράκαι]], που αποτελεί [[δάνειο]] γαλατικής προελεύσεως που εισήχθη [[επίσης]] στη Λατινική με τον τ. <i>bracae</i>].———————— <b>(II)</b><br />η<br />μεγάλο [[βρακί]] αντρικό ή γυναικείο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Μεγεθυντικό του [[βρακί]]].
|mltxt=<b>(I)</b><br />η (AM [[βράκα]])<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />ευρύχωρο ανδρικό ή γυναικείο [[ένδυμα]] που περιβάλλει το [[σώμα]] από τη [[μέση]] έως τα γόνατα ή τους αστραγάλους<br /><b>αρχ.</b><br />περισκελίδες, παντελόνια των Κελτών και άλλων βαρβάρων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Στην αρχ. Ελληνική απαντά ο πληθ. [[βράκαι]], που αποτελεί [[δάνειο]] γαλατικής προελεύσεως που εισήχθη [[επίσης]] στη Λατινική με τον τ. <i>bracae</i>].<br /><b>(II)</b><br />η<br />μεγάλο [[βρακί]] αντρικό ή γυναικείο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Μεγεθυντικό του [[βρακί]]].
}}
}}

Latest revision as of 12:49, 8 January 2019

Greek Monolingual

(I)
η (AM βράκα)
μσν.- νεοελλ.
ευρύχωρο ανδρικό ή γυναικείο ένδυμα που περιβάλλει το σώμα από τη μέση έως τα γόνατα ή τους αστραγάλους
αρχ.
περισκελίδες, παντελόνια των Κελτών και άλλων βαρβάρων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Στην αρχ. Ελληνική απαντά ο πληθ. βράκαι, που αποτελεί δάνειο γαλατικής προελεύσεως που εισήχθη επίσης στη Λατινική με τον τ. bracae].
(II)
η
μεγάλο βρακί αντρικό ή γυναικείο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεγεθυντικό του βρακί].