δακτυλοκαμψόδυνος: Difference between revisions

From LSJ

αἰὼν παῖς ἐστι παίζων, πεσσεύων∙ παιδός η βασιληίη → time is a child playing draughts; the kingship is a child's | a life-time is a child playing, playing checkers: the kingship belongs to a child | a whole human life-time is nothing but a child playing, playing checkers: the kingship belongs to a child | lifetime is a child at play, moving pieces in a game; kingship belongs to the child

Source
(8)
m (LSJ1 replacement)
 
(7 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=daktylokampsodynos
|Transliteration C=daktylokampsodynos
|Beta Code=daktulokamyo/dunos
|Beta Code=daktulokamyo/dunos
|Definition=ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">wearying the fingers by keeping them bent</b>, APl.1.18.</span>
|Definition=δακτυλοκαμψόδυνον, [[wearying the fingers by keeping them bent]], APl.1.18.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0520.png Seite 520]] [[ψῆφος]], durch Fingerbeugen Schmerz verursachend (sich die Finger krumm zählen), Ep. ad. 437 (Plan. 18).
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0520.png Seite 520]] [[ψῆφος]], durch Fingerbeugen Schmerz verursachend (sich die Finger krumm zählen), Ep. ad. 437 (Plan. 18).
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui souffre de tenir ses doigts tordus <i>ou</i> crispés.<br />'''Étymologie:''' [[δάκτυλος]], [[κάμπτω]], [[ὀδύνη]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''δακτῠλοκαμψόδῠνος''': -ον, ὁ καταπονῶν τοὺς δακτύλους, τηρῶν αὐτοὺς κεκαμμένους, Ἀνθ. Πλαν. 18.
|lstext='''δακτῠλοκαμψόδῠνος''': -ον, ὁ καταπονῶν τοὺς δακτύλους, τηρῶν αὐτοὺς κεκαμμένους, Ἀνθ. Πλαν. 18.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui souffre de tenir ses doigts tordus <i>ou</i> crispés.<br />'''Étymologie:''' [[δάκτυλος]], [[κάμπτω]], [[ὀδύνη]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[δακτυλοκαμψόδυνος]], -ον (Α)<br />αυτός που καταπονεί τα δάχτυλα κρατώντας τα λυγισμένα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[δάκτυλος]] <span style="color: red;">+</span> [[καμψόδυνος]] «κουλουριασμένος από τους πόνους»].
|mltxt=[[δακτυλοκαμψόδυνος]], -ον (Α)<br />αυτός που καταπονεί τα δάχτυλα κρατώντας τα λυγισμένα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[δάκτυλος]] <span style="color: red;">+</span> [[καμψόδυνος]] «κουλουριασμένος από τους πόνους»].
}}
{{lsm
|lsmtext='''δακτῠλοκαμψόδῠνος:''' -ον ([[κάμπτω]], [[ὀδύνη]]), αυτός που κουράζει τα δάχτυλα κρατώντας τα λυγισμένα, αυτός που λυγίζει τα δάχτυλα και προξενεί πόνο, σε Ανθ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[δάκτυλος]], [[κάμπτω]], [[ὀδύνη]]<br />[[wearying]] the fingers by [[keeping]] them [[bent]], Anth.
}}
}}

Latest revision as of 09:24, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δακτῠλοκαμψόδῠνος Medium diacritics: δακτυλοκαμψόδυνος Low diacritics: δακτυλοκαμψόδυνος Capitals: ΔΑΚΤΥΛΟΚΑΜΨΟΔΥΝΟΣ
Transliteration A: daktylokampsódynos Transliteration B: daktylokampsodynos Transliteration C: daktylokampsodynos Beta Code: daktulokamyo/dunos

English (LSJ)

δακτυλοκαμψόδυνον, wearying the fingers by keeping them bent, APl.1.18.

German (Pape)

[Seite 520] ψῆφος, durch Fingerbeugen Schmerz verursachend (sich die Finger krumm zählen), Ep. ad. 437 (Plan. 18).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui souffre de tenir ses doigts tordus ou crispés.
Étymologie: δάκτυλος, κάμπτω, ὀδύνη.

Greek (Liddell-Scott)

δακτῠλοκαμψόδῠνος: -ον, ὁ καταπονῶν τοὺς δακτύλους, τηρῶν αὐτοὺς κεκαμμένους, Ἀνθ. Πλαν. 18.

Greek Monolingual

δακτυλοκαμψόδυνος, -ον (Α)
αυτός που καταπονεί τα δάχτυλα κρατώντας τα λυγισμένα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δάκτυλος + καμψόδυνος «κουλουριασμένος από τους πόνους»].

Greek Monotonic

δακτῠλοκαμψόδῠνος: -ον (κάμπτω, ὀδύνη), αυτός που κουράζει τα δάχτυλα κρατώντας τα λυγισμένα, αυτός που λυγίζει τα δάχτυλα και προξενεί πόνο, σε Ανθ.

Middle Liddell

δάκτυλος, κάμπτω, ὀδύνη
wearying the fingers by keeping them bent, Anth.