δυσαίσθητος: Difference between revisions
τῶν δ᾿ ἄλλων τῶν νοσηματικῶν ἧττον μετέχουσιν αἱ γυναῖκες → apart from this one, women are less troubled by maladies
(9) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(7 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=dysaisthitos | |Transliteration C=dysaisthitos | ||
|Beta Code=dusai/sqhtos | |Beta Code=dusai/sqhtos | ||
|Definition= | |Definition=δυσαίσθητον,<br><span class="bld">A</span> [[insensible]], σώματα Alex.Aphr.''Pr.''1.72, cf.Adam.1.7; <b class="b3">τὸ δυσαίσθητον</b>, = [[ἀναισθησία]], Gal.4.784.<br><span class="bld">II</span> Pass., [[scarcely perceptible]], Alex.Aphr.''in Sens.''85.24; [[hard to trace]], Poll.5.12. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[percibido con dificultad]], [[difícilmente perceptible]] σχήματα Alex.Aphr.<i>in Sens</i>.85.24<br /><b class="num">•</b>[[difícil de seguir, de rastrear]] πνεύματα τῶν ἰχνῶν en la caza, Poll.5.12.<br /><b class="num">2</b> [[poco sensible]] δάκτυλοι Gal.6.434, 8.213, (τὸ ζῷον) δυσαίσθητον ἢ παντελῶς ἀναίσθητον γίγνεται Gal.4.784, σώματα Alex.Aphr.<i>Pr</i>.1.72.<br /><b class="num">II</b> de pers. [[incapaz de captar un razonamiento]] ἀφυὴς ἐγὼ καὶ βραδὺς καὶ δ. Aristo Phil.14.8, cf. Adam.1.7. | |||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 14: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''δυσαίσθητος''': -ον, [[ἀναίσθητος]], Ἀλέξ. Ἀφροδ. Προβλ. 1. 72· τὸ δυσαίσθητον = [[ἀναισθησία]], Γαλην. 1. 346. ΙΙ. παθητ., ὁ δυσκόλως ὑποπίπτων εἰς τὰς αἰσθήσεις, δυσκόλως ἀνιχνευόμενος, | |lstext='''δυσαίσθητος''': -ον, [[ἀναίσθητος]], Ἀλέξ. Ἀφροδ. Προβλ. 1. 72· τὸ δυσαίσθητον = [[ἀναισθησία]], Γαλην. 1. 346. ΙΙ. παθητ., ὁ δυσκόλως ὑποπίπτων εἰς τὰς αἰσθήσεις, δυσκόλως ἀνιχνευόμενος, Πολυδ. Ε΄, 12. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[δυσαίσθητος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> [[αναίσθητος]]<br /><b>2.</b> [[εκείνος]] του οποίου τα αισθητήρια όργανα παρουσιάζουν μειωμένη [[λειτουργία]]<br /><b>3.</b> [[δυσνόητος]]<br /><b>4.</b> [[δυσεξιχνίαστος]]. | |mltxt=[[δυσαίσθητος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> [[αναίσθητος]]<br /><b>2.</b> [[εκείνος]] του οποίου τα αισθητήρια όργανα παρουσιάζουν μειωμένη [[λειτουργία]]<br /><b>3.</b> [[δυσνόητος]]<br /><b>4.</b> [[δυσεξιχνίαστος]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 10:41, 25 August 2023
English (LSJ)
δυσαίσθητον,
A insensible, σώματα Alex.Aphr.Pr.1.72, cf.Adam.1.7; τὸ δυσαίσθητον, = ἀναισθησία, Gal.4.784.
II Pass., scarcely perceptible, Alex.Aphr.in Sens.85.24; hard to trace, Poll.5.12.
Spanish (DGE)
-ον
I 1percibido con dificultad, difícilmente perceptible σχήματα Alex.Aphr.in Sens.85.24
•difícil de seguir, de rastrear πνεύματα τῶν ἰχνῶν en la caza, Poll.5.12.
2 poco sensible δάκτυλοι Gal.6.434, 8.213, (τὸ ζῷον) δυσαίσθητον ἢ παντελῶς ἀναίσθητον γίγνεται Gal.4.784, σώματα Alex.Aphr.Pr.1.72.
II de pers. incapaz de captar un razonamiento ἀφυὴς ἐγὼ καὶ βραδὺς καὶ δ. Aristo Phil.14.8, cf. Adam.1.7.
German (Pape)
[Seite 675] 1) unempfindlich, gefühllos, Sp., bes. Medic. – 2) schwer zu bemerken; ἴχνη Poll. 5, 12.
Greek (Liddell-Scott)
δυσαίσθητος: -ον, ἀναίσθητος, Ἀλέξ. Ἀφροδ. Προβλ. 1. 72· τὸ δυσαίσθητον = ἀναισθησία, Γαλην. 1. 346. ΙΙ. παθητ., ὁ δυσκόλως ὑποπίπτων εἰς τὰς αἰσθήσεις, δυσκόλως ἀνιχνευόμενος, Πολυδ. Ε΄, 12.
Greek Monolingual
δυσαίσθητος, -ον (Α)
1. αναίσθητος
2. εκείνος του οποίου τα αισθητήρια όργανα παρουσιάζουν μειωμένη λειτουργία
3. δυσνόητος
4. δυσεξιχνίαστος.