τετράδραχμος: Difference between revisions
ὑμῖν ἔξεστι εὐδαίμοσι γενέσθαι → to you it is permitted to be joyful, it is permitted to be happy, it is permitted to be fortunate, vobis licet esse beatis
(12) |
m (Text replacement - "werth" to "wert") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
||
(16 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=tetradrachmos | |Transliteration C=tetradrachmos | ||
|Beta Code=tetra/draxmos | |Beta Code=tetra/draxmos | ||
|Definition= | |Definition=τετράδραχμον,<br><span class="bld">A</span> [[worth four drachmas]], Arist.''Oec.''1347a33.<br><span class="bld">II</span> τετράδραχμον, τό, [[silver coin of four drachmas]], [[tetradrachm]], IG 1.2.280.91, Pl.''Ax.''366c, Plu.''Sull.''25, etc.: later τετράαχμον, ''IG''11(2).219 ''B'' 55, 287 ''B'' 54 (Delos, iii B.C.); also [[τετρᾶχμον]] (on the accent, v. ''EM'' 754.40), Zeno Stoic.1.23 ([[varia lectio|v.l.]]), ''IG''22.1534.252, 7.303.79 (Oropus), 3498.62 (ibid.), 11(2).203 ''B'' 40 (Delos, iii B.C.), 287 ''B'' 47 (ibid.), ''Inscr.Délos''298 ''A'' 35 (iii B.C.), ''SIG''729.3 (Delph., i B.C.), Phld.''Ir.''p.37 W. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1097.png Seite 1097]] vier Drachmen schwer, geltend, wert; – τὸ τετράδραχμον, eine Münze von vier Drachmen, Plat. Ax. 366 c. | |||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />de quatre drachmes ; τὸ τετράδραχμον <i>tétradrachme, monnaie d'argent de quatre drachmes ou un statère d'argent</i>.<br />'''Étymologie:''' [[τέσσαρες]], [[δραχμή]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''τετράδραχμος:''' [[стоимостью в четыре драхмы]] ([[μέδιμνος]] τῶν ἀλφίτων Arst.). | |||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''τετράδραχμος''': -ον, ὁ ἔχων ἀξίαν τεσσάρων δραχμῶν, Ἀριστ. Οἰκ. 2, 8. ΙΙ. τετράδραχμον, τό, ἀργυροῦν [[νόμισμα]] τεσσάρων δραχμῶν, δυνάμενον σχεδὸν 3.90 δραχμὰς [[νέας]], Συλλ. Ἐπιγρ. 139. 22, Πλάτ. Ἀξίοχ. 366C, Πλουτ. Σύλλ. 25, πρβλ. [[στατήρ]]. | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=η, -ο / [[τετράδραχμος]], -ον, ΝΜΑ, ουδ. και [[τετράαχμον]] και τετρᾱχμον Α<br /><b>1.</b> αυτός που έχει [[αξία]] τεσσάρων δραχμών<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το τετράδραχμο</i>(<i>ν</i>)<br />[[νόμισμα]] αξίας τεσσάρων δραχμών το οποίο [[κατά]] την [[αρχαιότητα]] χρησίμευε στις περισσότερες διεθνικές συναλλαγές («διδόναι [[τέσσαρα]] τετράδραχμα», <b>Πλούτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>τετρ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>δραχμος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[δραχμή]]), [[πρβλ]]. [[οκτάδραχμος]]]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 13:13, 11 March 2024
English (LSJ)
τετράδραχμον,
A worth four drachmas, Arist.Oec.1347a33.
II τετράδραχμον, τό, silver coin of four drachmas, tetradrachm, IG 1.2.280.91, Pl.Ax.366c, Plu.Sull.25, etc.: later τετράαχμον, IG11(2).219 B 55, 287 B 54 (Delos, iii B.C.); also τετρᾶχμον (on the accent, v. EM 754.40), Zeno Stoic.1.23 (v.l.), IG22.1534.252, 7.303.79 (Oropus), 3498.62 (ibid.), 11(2).203 B 40 (Delos, iii B.C.), 287 B 47 (ibid.), Inscr.Délos298 A 35 (iii B.C.), SIG729.3 (Delph., i B.C.), Phld.Ir.p.37 W.
German (Pape)
[Seite 1097] vier Drachmen schwer, geltend, wert; – τὸ τετράδραχμον, eine Münze von vier Drachmen, Plat. Ax. 366 c.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
de quatre drachmes ; τὸ τετράδραχμον tétradrachme, monnaie d'argent de quatre drachmes ou un statère d'argent.
Étymologie: τέσσαρες, δραχμή.
Russian (Dvoretsky)
τετράδραχμος: стоимостью в четыре драхмы (μέδιμνος τῶν ἀλφίτων Arst.).
Greek (Liddell-Scott)
τετράδραχμος: -ον, ὁ ἔχων ἀξίαν τεσσάρων δραχμῶν, Ἀριστ. Οἰκ. 2, 8. ΙΙ. τετράδραχμον, τό, ἀργυροῦν νόμισμα τεσσάρων δραχμῶν, δυνάμενον σχεδὸν 3.90 δραχμὰς νέας, Συλλ. Ἐπιγρ. 139. 22, Πλάτ. Ἀξίοχ. 366C, Πλουτ. Σύλλ. 25, πρβλ. στατήρ.
Greek Monolingual
η, -ο / τετράδραχμος, -ον, ΝΜΑ, ουδ. και τετράαχμον και τετρᾱχμον Α
1. αυτός που έχει αξία τεσσάρων δραχμών
2. το ουδ. ως ουσ. το τετράδραχμο(ν)
νόμισμα αξίας τεσσάρων δραχμών το οποίο κατά την αρχαιότητα χρησίμευε στις περισσότερες διεθνικές συναλλαγές («διδόναι τέσσαρα τετράδραχμα», Πλούτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)- + -δραχμος (< δραχμή), πρβλ. οκτάδραχμος].