αειθανής: Difference between revisions

From LSJ

εὖ γ᾽ εὖ γε ποιήσαντες ὦ Διοσκόρω → well done, well done, you twin Dioscuri!

Source
(1)
 
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀειθανής]], -ές (Α)<br />αυτός που κατέχεται διαρκώς από τον φόβο του θανάτου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀεὶ</i> <span style="color: red;">+</span> <i>θανής</i> <span style="color: red;"><</span> <i>θαν</i>-, θ. αόρ. β' <i>ἔθανον</i> του <i>θνῂσκω</i>].
|mltxt=[[ἀειθανής]], -ές (Α)<br />αυτός που κατέχεται διαρκώς από τον φόβο του θανάτου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀεὶ</i> <span style="color: red;">+</span> <i>θανής</i> <span style="color: red;"><</span> <i>θαν</i>-, θ. αόρ. β' <i>ἔθανον</i> του <i>θνῂσκω</i>].
}}
}}

Latest revision as of 22:45, 29 December 2020

Greek Monolingual

ἀειθανής, -ές (Α)
αυτός που κατέχεται διαρκώς από τον φόβο του θανάτου.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀεὶ + θανής < θαν-, θ. αόρ. β' ἔθανον του θνῂσκω].