τοξευτικός: Difference between revisions
From LSJ
ἀλλὰ τί ἦ μοι ταῦτα περὶ δρῦν ἢ περὶ πέτρην → why all this about trees and rocks, why all these things we have nothing to do with
(12) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(9 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=tokseftikos | |Transliteration C=tokseftikos | ||
|Beta Code=toceutiko/s | |Beta Code=toceutiko/s | ||
|Definition= | |Definition=τοξευτική, τοξευτικόν, [[of archery]], <b class="b3">ἡ τ.</b> (''[[sc.]]'' [[τέχνη]]) Gal. ''Thras.'' 45, cf. Eust.40.22. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1128.png Seite 1128]] zum Bogenschützen, zum Schießen mit dem Bogen gehörig, geschickt, Sp. | |||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''τοξευτικός''': -ή, -όν, ὁ ἀνήκων εἰς τὴν τοξείαν, τῆς τοξευτικῆς τέχνης Εὐστ. 40. 22. | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ή, -ό / [[τοξευτικός]], -ή, -όν, ΝΜΑ [[τοξεύω]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην [[τόξευση]]<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>η τοξευτική</i><br />η [[τέχνη]] του να τοξεύει [[κανείς]]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 11:16, 25 August 2023
English (LSJ)
τοξευτική, τοξευτικόν, of archery, ἡ τ. (sc. τέχνη) Gal. Thras. 45, cf. Eust.40.22.
German (Pape)
[Seite 1128] zum Bogenschützen, zum Schießen mit dem Bogen gehörig, geschickt, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
τοξευτικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων εἰς τὴν τοξείαν, τῆς τοξευτικῆς τέχνης Εὐστ. 40. 22.
Greek Monolingual
-ή, -ό / τοξευτικός, -ή, -όν, ΝΜΑ τοξεύω
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην τόξευση
2. το θηλ. ως ουσ. η τοξευτική
η τέχνη του να τοξεύει κανείς.