ιμαίος: Difference between revisions

From LSJ

Οὐδείς, ὃ νοεῖς μὲν, οἶδεν, ὃ δέ ποιεῖς, βλέπει → Quid cogites, scit nemo; quid facias, patet → nicht weiß man, was du denkst, doch sieht man, was du tust

Menander, Monostichoi, 424
(17)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
 
(2 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ἱμαῑος, -α, -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που αναφέρεται στην [[άντληση]] του νερού<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ἱμαῑον</i> (ενν. [[μέλος]])<br />εργατικό [[τραγούδι]] [[κατά]] την [[άντληση]] νερού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. συνδέεται με τον τ. [[ἱμάς]], -<i>άντος</i> και προέρχεται πιθ. από <i>ἱμᾶ</i> (<b>[[πρβλ]].</b> [[ιμάντας]])].
|mltxt=ἱμαῖος, -α, -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που αναφέρεται στην [[άντληση]] του νερού<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ἱμαῖον</i> (ενν. [[μέλος]])<br />εργατικό [[τραγούδι]] [[κατά]] την [[άντληση]] νερού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. συνδέεται με τον τ. [[ἱμάς]], -<i>άντος</i> και προέρχεται πιθ. από <i>ἱμᾶ</i> ([[πρβλ]]. [[ιμάντας]])].
}}
}}

Latest revision as of 09:55, 23 August 2021

Greek Monolingual

ἱμαῖος, -α, -ον (Α)
1. αυτός που αναφέρεται στην άντληση του νερού
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἱμαῖον (ενν. μέλος)
εργατικό τραγούδι κατά την άντληση νερού.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται με τον τ. ἱμάς, -άντος και προέρχεται πιθ. από ἱμᾶ (πρβλ. ιμάντας)].