ισοτελής: Difference between revisions

From LSJ

δύστανοι καὶ πολύμοχθοι ματέρες Ἅιδᾳ τίκτουσαι τέκναwretched and much-enduring mothers, giving birth to children for Hades

Source
(18)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)ΕΤΥΜΟΛ\.(.*?)\]\]\)\. }}" to "ΕΤΥΜΟΛ.$1]]]. }}")
 
(2 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ές (Α [[ἰσοτελής]], -ές)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που καταβάλλει τα [[ίδια]] [[τέλη]] με άλλον, αυτός που φορολογείται [[εξίσου]]<br /><b>2.</b> αυτός για τον οποίο καταβάλλεται το ίδιο [[τέλος]] («ισοτελή εμπορεύματα»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[μέτοικος]] στον οποίο έχουν παραχωρηθεί πλήρη αστικά δικαιώματα [[αλλά]] όχι [[πολιτικά]], αυτός που δεν καταβάλλει το «[[μετοίκιον]]» [[αλλά]] φορολογείται όπως και οι Αθηναίοι πολίτες<br /><b>2.</b> (για την Ήρα) [[ισότιμος]] («ἰσοτελὴς τῷ Διί» <b>Ορφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἰσ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>τελής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[τέλος]]), <b>[[πρβλ]].</b> [[δημο]]-<i>τελής</i>, <i>νεο</i>-<i>τελής</i>].
|mltxt=-ές (Α [[ἰσοτελής]], -ές)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που καταβάλλει τα [[ίδια]] [[τέλη]] με άλλον, αυτός που φορολογείται [[εξίσου]]<br /><b>2.</b> αυτός για τον οποίο καταβάλλεται το ίδιο [[τέλος]] («ισοτελή εμπορεύματα»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[μέτοικος]] στον οποίο έχουν παραχωρηθεί πλήρη αστικά δικαιώματα [[αλλά]] όχι [[πολιτικά]], αυτός που δεν καταβάλλει το «[[μετοίκιον]]» [[αλλά]] φορολογείται όπως και οι Αθηναίοι πολίτες<br /><b>2.</b> (για την Ήρα) [[ισότιμος]] («ἰσοτελὴς τῷ Διί» <b>Ορφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἰσ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>τελής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[τέλος]]), [[πρβλ]]. [[δημοτελής]], [[νεοτελής]]].
}}
}}

Latest revision as of 13:19, 10 May 2023

Greek Monolingual

-ές (Α ἰσοτελής, -ές)
νεοελλ.
1. αυτός που καταβάλλει τα ίδια τέλη με άλλον, αυτός που φορολογείται εξίσου
2. αυτός για τον οποίο καταβάλλεται το ίδιο τέλος («ισοτελή εμπορεύματα»)
αρχ.
1. μέτοικος στον οποίο έχουν παραχωρηθεί πλήρη αστικά δικαιώματα αλλά όχι πολιτικά, αυτός που δεν καταβάλλει το «μετοίκιον» αλλά φορολογείται όπως και οι Αθηναίοι πολίτες
2. (για την Ήρα) ισότιμος («ἰσοτελὴς τῷ Διί» Ορφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο)- + -τελής (< τέλος), πρβλ. δημοτελής, νεοτελής].